Η αντιψυχωσική θεραπεία έχει κατ’ επανάληψη κατηγορηθεί για αύξηση του βάρους. Η παρακάτω μετά-ανάλυση του πανεπιστημίου Maastricht στην Ολλανδία θέλησε να συνοψίσει τα αποτελέσματα των μελετών επί του θέματος.
Τι εξέτασε η μετά-ανάλυση;
Έτσι κατόπιν βιβλιογραφικής αναζήτησης, 307 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές μελέτες που εξέταζαν την επίδραση της αντιψυχωσικής αγωγής στο βάρος των ασθενών, συμπεριλήφθηκαν στην μετά-ανάλυση. Τα φάρμακα εξετάστηκαν τόσο ως προς την καθαρή επίδρασή τους στο βάρος (μείωση ή αύξηση ΔΜΣ και βάρους, με κατώφλι 7% για κλινικά σημαντική μεταβολή στο βάρος) όσο και ως προς τη μεταβολή του βάρους σε σχέση με τη διάρκεια της θεραπείας (λιγότερο από 6 εβδομάδες, 6-16 εβδομάδες, 16-38 εβδομάδες και πάνω από 38 εβδομάδες).
Ποια φάρμακα οδηγούσαν σε αύξηση του βάρους;
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως όλα σχεδόν τα φάρμακα οδηγούσαν σε αύξηση του βάρους κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Την σοβαρότερη αύξηση του βάρους προκαλούσαν η κλοζαπίνη και τα αντιψυχωσικά πρώτης γενιάς, όπως η αλοπεριδόλη. Μάλιστα αυτά τα δύο οδηγούσαν σε αύξηση του ρυθμού αύξησης του βάρους μετά από 38 εβδομάδες θεραπείας, σε σχέση με το ρυθμό αύξησης που παρατηρούταν στις 6 εβδομάδες θεραπείας. Αντίθετα, η αμιλσουπρίδη, η αριπιπραζόλη, η ζιπρασιδόνη, η ασεναπίνη, η σερτινδόλη και η παλιπεριδόνη δεν επηρεάζουν αρνητικά το βάρος, είτε παραμένει σταθερό είτε μειώνεται.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν ήταν αν ο ασθενής έκανε χρήση αυτών των φαρμάκων για πρώτη φορά ή ήταν χρόνιος χρήστης: φάνηκε μάλιστα πως οι επιδράσεις των φαρμάκων ήταν πιο έντονες σε «παρθένους» χρήστες. Τέλος, οι ερευνητές κατέληξαν πως η αλλαγή του φαρμάκου σε ένα πιο ουδέτερο ως προς την επίδρασή του στο βάρος δεν είναι απαραίτητο πως θα οδηγήσει σε μείωση του βάρους.
Ποιοι είναι οι περιορισμοί της μελέτης;
Παρά τον μεγάλο όγκο των ερευνών που αναλύθηκαν, λόγω της μεγάλης γκάμας φαρμάκων σε μερικές αναλύσεις υπήρχε σημαντική ετερογένεια ή ακόμα και μικρός αριθμός δεδομένων, όπως στην περίπτωση των ατόμων που έπαιρναν αγωγή για πρώτη φορά. Έτσι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τη γενίκευση των αποτελεσμάτων, δεν παύει όμως μια τέτοια έρευνα να μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη διαχείριση των ασθενών αυτών.