Τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος ολοένα και συχνότερα για τα αυτοάνοσα νοσήματα, με τη συζήτηση να αφορά έντονα τη σχέση ψυχολογίας του ασθενούς με την αιτία, την εξέλιξη και τη θεραπεία του αυτοάνοσου.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα εκδηλώνονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα υγιή κύτταρα του οργανισμού και τα καταστρέφει. Παγκοσμίως προσβάλλουν περίπου το 5-8% του γενικού πληθυσμού, με το 80% των πασχόντων να είναι γυναίκες. Δεν κληρονομούνται απευθείας από τον γονιό στο παιδί, αλλά πολλά μέλη του γενεαλογικού δένδρου μιας οικογένειας μπορεί να πάσχουν από διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα, οπότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια σχετική κληρονομικότητα.
Υπάρχουν τουλάχιστον 80 διαφορετικές καταγεγραμμένες αυτοάνοσες ασθένειες με πιο γνωστές τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τη λεύκη, την ψωρίαση, τη σκλήρυνση κατά πλάκας, τον ερυθηματώδη λύκο, τις αγγειίτιδες, το έκζεμα, το άσθμα και τη θυρεοειδίτιδα. Εκδηλώνονται με ποικιλία συμπτωμάτων, όπως ο πυρετός και η κακουχία ή ο πόνος στις αρθρώσεις, τα εξανθήματα ή η υπέρταση. Αν και κάθε μία είναι ξεχωριστή, πολλά συμπτώματα είναι κοινά, όπως η κόπωση, οι πονοκέφαλοι και τα δέκατα. Κατά κανόνα είναι χρόνια νοσήματα που εμφανίζουν εξάρσεις και υφέσεις. Όσο πιο γρήγορα γίνεται η διάγνωση και η έναρξη της θεραπείας, τόσο καλύτερη είναι η ανταπόκρισή τους στη φαρμακευτική αγωγή, με τις όποιες βλάβες να επουλώνονται και την ασθένεια να βρίσκεται σε ύφεση για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Προς το παρόν, δεν υπάρχει πλήρης ίαση σε κανένα από τα αυτοάνοσα νοσήματα, για αυτό η θεραπεία γίνεται με μακροχρόνια λήψη φαρμάκων που τροποποιούν την ανοσολογική αντίδραση, έχοντας στόχο τη μείωση της υπάρχουσας βλάβης αλλά και την πρόληψη ενδεχόμενης κρίσης που θα επηρεάσει την πορεία της ασθένειας. Εξαιτίας της φύσης των αυτοάνοσων, είναι χρήσιμο να υπάρχει ο κατάλληλος σταθερός γιατρός που θα κάνει τακτική κλινική παρακολούθηση και συχνές εργαστηριακές εξετάσεις για την αντιμετώπιση των παρενεργειών από τα φάρμακα που λαμβάνονται ως αγωγή.
Ως προς τα αίτια των αυτοάνοσων, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι πρόκειται για πολυπαραγοντικές ασθένειες. Οι κυριότεροι παράγοντες εντοπίζονται στο γενετικό υπόστρωμα, στις ορμόνες, στο στρες, καθώς και στο περιβάλλον. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν δημοσιευμένες επίσημες έρευνες που να δείχνουν την ακριβή σχέση του στρες και των αυτοάνοσων νοσημάτων. Ωστόσο, γενικά μιλώντας, τόσο το εξωγενές στρες, όσο και το ενδογενές άγχος ενός ατόμου φαίνεται ότι σχετίζεται με την εμφάνιση ή την έξαρση των αυτοάνοσων νοσημάτων.
«Το ψυχικό στρες αποδιοργανώνει το ανοσολογικό σύστημα, με αποτέλεσμα αυτό να παράγει κυτταροκίνες που «επικοινωνούν» με τον εγκέφαλο. Επομένως, η κακή ψυχική υγεία και κατάσταση του θυμικού του ασθενούς είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες των αυτοάνοσων, όχι όμως ο κυρίαρχος» υποστηρίζει ο κύριος Αθανάσιος Τζιούφας, καθηγητής Παθολογίας – Ανοσολογίας στο ΕΚΠΑ.
Μέσα σε διάστημα δέκα χρόνων, το ποσοστό των Ελλήνων που διαγιγνώσκονται με κάποιο αυτοάνοσο νόσημα έχει αυξηθεί. Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τα περιστατικά αναμένεται να αυξηθούν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια. Η αύξηση αυτή μπορεί να είναι εν μέρει πλασματική επειδή πλέον υπάρχει η δυνατότητα έγκυρης διάγνωσης ακόμα και προκλινικών μορφών της ασθένειας μέσω ιατρικών εξετάσεων που στο παρελθόν δεν υπήρχαν (εργαστηριακές, MRI κτλ). Για την Ελλάδα, όμως, και τις χώρες που βιώνουν οικονομική κρίση, η αύξηση μπορεί να οφείλεται και στη δυσκολία πρόσβασης στο σύστημα υγείας για να γίνει η σωστή διάγνωση και να ληφθεί η κατάλληλη θεραπεία. Όσο υποβαθμίζεται η παροχή ιατρικών υπηρεσιών από το κράτος και όσο παρατηρούνται ελλείψεις στις εξειδικευμένες θεραπείες, φάρμακα και ιατρικά βοηθήματα που απαιτούνται για τους ασθενείς με αυτοάνοσα, τόσο πιο δύσκολη είναι η διαχείριση της ασθένειας. Επιπλέον, ζώντας σε μια χώρα με στρεσογόνες συνθήκες, είναι βέβαιο ότι αυτές επηρεάζουν την εξέλιξη και την πορεία της νόσου.
Πέραν της αποδεδειγμένης σχέσης επίδρασης ψυχοτραυματικών γεγονότων στη ζωή ενός ατόμου και ασθένειας, παίζουν ρόλο η προσωπικότητα, η προδιάθεση για ψυχολογικές διαταραχές, τα γεγονότα ζωής και η διαχείριση των γεγονότων αυτών για την εμφάνιση και πορεία της ασθένειας. Πιο συγκεκριμένα, η ψυχολογία υγείας που ασχολείται με τη στήριξη ασθενών με χρόνια νοσήματα έχει συνοψίσει σε διάφορες έρευνες τις συχνότερες ψυχολογικές δυσκολίες που μπορεί να ακολουθήσουν ένα αυτοάνοσo:
- Άγχος
- Εξάρσεις θυμού
- Φοβίες
- Κατάθλιψη
- Χρόνιο πόνο
- Σεξουαλικές δυσκολίες
- Διαταραχή στους οικογενειακούς ρόλους
- Κοινωνική απόσυρση
- Άρνηση για συμμόρφωση στη θεραπεία
- Δυσκολία να συνεχίζει τη ζωή με τους ρυθμούς και τις συνήθειες που είχε υιοθετήσει
- Μείωση στην ικανότητά του στον εργασιακό χώρο
- Χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση
- Απώλεια της ευχαρίστησης που απορρέει από διαφορετικές καθημερινές δραστηριότητες
Έτσι, πέρα από τη διαχείριση του αρχικού σοκ της διάγνωσης, μια σειρά συμπτωμάτων μπορούν να εμφανιστούν και να επηρεάσουν το άτομο που νοσεί σε όλη την πορεία της ασθένειας. Επιπρόσθετα, λόγω της χρονιότητας και της πορείας εξάρσεων και υφέσεων της νόσου που είναι δύσκολο να προβλεφθούν, ο ασθενής μπορεί να βιώσει αυτές τις δυσκολίες σε διάφορες φάσεις παροδικά ή επαναλαμβανόμενα.
Η επιστήμη της ψυχολογίας μπορεί να φανεί χρήσιμη θέτοντας σε εφαρμογή το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο προσέγγισης που κρίνεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη θεραπεία μιας νόσου. Το μοντέλο αυτό, δουλεύει με την αναγνώριση της σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ασθενή σε σχέση με την νόσο του και θεωρείται ο πιο αξιόπιστος και αποτελεσματικός τρόπος σε συνδυασμό με την ιατρική θεραπεία για την ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία φαίνεται να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα, χωρίς να σημαίνει ότι άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις δε μπορούν να είναι αποτελεσματικές. Μέσω της ψυχολογίας ο ασθενής μπορεί να βοηθηθεί:
- Στη διαχείριση έντονων συναισθημάτων όπως θλίψη, άγχος και θυμός που συνοδεύουν συνήθως τη διάγνωση
- Στην ενθάρρυνση τοποθέτησης στόχων για το μέλλον και ρόλων με βάση τις δυνατότητες του ασθενούς
- Στην εξεύρεση στρατηγικών αντιμετώπισης για τις δυσκολίες της νόσου
- Στην επικοινωνία και κατανόηση της πληροφορίας του ιατρού και των άλλων επαγγελματιών υγείας
- Στη συμμόρφωση και υποστήριξη σε ιατρικές συστάσεις, στη φαρμακευτική αγωγή και στη θεραπεία
- Στη θεραπεία τυχόν ψυχολογικών θεμάτων που συχνά εμφανίζονται μαζί με την νόσο π.χ. φοβίες, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού κλπ.
- Στην αποτελεσματική επικοινωνία συναισθημάτων, όπως η ψυχική οδύνη και το πένθος που αισθάνονται στα μέλη της οικογένειάς τους.
- Στην αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος σχετίζεται με την ασθένεια τους.
Επιπλέον, ο ψυχολόγος μπορεί να στηρίξει τα μέλη της οικογένειας του πάσχοντα με την ενημέρωση για τις ψυχολογικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η διάγνωση της ασθένειας του αγαπημένου τους, καθώς και τη διαχείριση αυτών. Επιπρόσθετα, μπορεί να παρέχει υποστήριξη στα μέλη της οικογένειας που φροντίζουν τον ασθενή και να συνδράμει στη διαχείριση του «ψυχολογικού φορτίου» που μπορεί να αντιμετωπίζουν.
Τέλος, έχει βρεθεί ερευνητικά ότι η λειτουργία ομάδων ψυχολογικής στήριξης τόσο για τους πάσχοντες από αυτοάνοσα, όσο και για τους συγγενείς-φροντιστές τους μπορούν να είναι αποτελεσματικές στη διαχείριση της νόσου. Εκτός των προαναφερθέντων θεμάτων που μπορούν να συζητηθούν με διαφορετικό τρόπο σε μια ομάδα, η ομαδική θεραπεία παρέχει το συναίσθημα της μείωσης της μοναξιάς και της ενίσχυσης της αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη της ομάδας που βιώνουν τα ίδια ζητήματα με τον δικό τους ατομικό μοναδικό τρόπο. Η ανακούφιση, η ελευθερία να υπάρχουν όπως επιθυμούν και η αποδοχή που νιώθουν τα μέλη της ομάδας μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά και για την εξάλειψη του όποιου κοινωνικού στίγματος μπορεί να συνοδεύει – δυστυχώς- τα αυτοάνοσα νοσήματα.