Ο προσδιορισμός του βαθμού της βαρηκοΐας και η πιθανή επίπτωσή του στην επικοινωνία είναι ένα από τα σημαντικά αντικείμενα της ακοομετρίας καθαρών τόνων. Η κατηγοριοποίηση του βαθμού της βαρηκοΐας διευκολύνει αυτή τη διαδικασία.
Συχνά, χρησιμοποιούνται οι όροι κωφός και βαρήκοος για να την διάκριση μεταξύ εκείνων που το έλλειμμα ακοής καθιστά αδύνατη την κατανόηση της ομιλίας μέσω της ακοής και εκείνων των οποίων το έλλειμμα ακοής δυσκολεύει, αλλά δεν αποκλείει, την κατανόηση της ομιλίας μέσω της ακοής, αντίστοιχα. Μια πιο ακριβής κατηγοριοποίηση της βαρηκοΐας βασίζεται σε μετρήσεις των ουδών ακοής. Ο ουδός ακοής είναι η χαμηλότερη ένταση, στην οποία ένα άτομο μπορεί να ακούσει έναν ήχο. Όσο υψηλότερος είναι ο ουδός, τόσο δυνατότερος πρέπει να είναι ο ήχος για να ακουστεί. Η ένταση (την οποία αντιλαμβανόμαστε ως ηχηρότητα) μετράται σε decibels (dB). Σήμερα, ο βαθμός της βαρηκοΐας κατηγοριοποιείται, συχνά, βάση των ουδών ακοής σε διαφορετικές συχνότητες και περιγράφεται, συνήθως, με τις παρακάτω γενικές κατηγορίες:
Ενήλικες
26-40 dBHL Μικρή βαρηκοΐα
41-55 dBHL Μέτρια βαρηκοΐα
56-70 dBHL Μέτρια έως Μεγάλη βαρηκοΐα
71-90 dBHL Μεγάλη βαρηκοΐα
91+ dBHL Πολύ Μεγάλη βαρηκοΐα
Παιδιά
16-25 dBHL Πολύ Μικρή βαρηκοΐα
26-40 dBHL Μικρή βαρηκοΐα
41-55 dBHL Μέτρια βαρηκοΐα
56-70 dBHL Μέτρια έως Μεγάλη βαρηκοΐα
71-90 dBHL Μεγάλη βαρηκοΐα
91+ dBHL Πολύ Μεγάλη βαρηκοΐα
Οι παραπάνω κατηγορίες είναι ίδιες για ενήλικες και παιδιά με την μόνη διαφορά ότι υπάρχει μία παραπάνω κατηγορία στη παιδική ηλικία. Για ενήλικους ασθενείς, η ακουστική ευαισθησία θεωρείται φυσιολογική, εάν οι ουδοί είναι καλύτεροι από 25 dBHL, στις ακοομετρικές συχνότητες από 125 έως 8000 Hz. Στα παιδιά η ακουστική ευαισθησία θεωρείται φυσιολογική, εάν οι ουδοί είναι καλύτεροι από 15 dBHL, διότι ακόμα και μία πολύ μικρή βαρηκοΐα, από 16 έως 25 dBHL, μπορεί να παρεμποδίσει την κατάκτηση του λόγου και της ομιλίας, την σχολική επίδοση και την επικοινωνία. Οποιοσδήποτε βαθμός βαρηκοΐας σε ένα παιδί μπορεί να έχει επιπτώσεις και μπορεί να απαιτεί κάποιον τύπο παρέμβασης. Κατά κανόνα, οι μεγαλύτεροι βαθμοί βαρηκοΐας έχουν μία πιο σημαντική επίπτωση στην επικοινωνία. Η ανάγκη για παρέμβαση με ακουστικά βαρηκοΐας, κοχλιακό εμφύτευμα ή άλλη προσέγγιση διαχείρισης αυξάνει, άμεσα, με τον βαθμό βαρηκοΐας.
Ο βαθμός της ακουστικής εξασθένησης προσδιορίζεται, συχνά, από τον μέσο όρο καθαρών τόνων (ΜΟΚΤ). Ο ΜΟΚΤ βασίζεται στους ουδούς ακοής τριών συχνοτήτων: 500, 1000 και 2000 Hz. Ο ΜΟΚΤ υπολογίζεται, προσθέτοντας τις στάθμες από τους ουδούς ακοής, που λαμβάνονται σε κάθε μία από τις παραπάνω συχνότητες και, έπειτα, διαιρώντας δια του τρία. Για παράδειγμα, εάν οι ουδοί ακοής είναι 0 dB στα 500 Hz, 10 dB στα 1000 Hz και 20 dB στα 2000 Hz, το σύνολο των ουδών ακοής είναι 30dB. Ο ΜΟΚΤ υπολογίζεται ως 30/3 ή 10 dB. Όταν οι ουδοί ακοής είναι ίδιοι ή, τουλάχιστον, παρόμοιοι για δύο συχνότητες, αλλά σημαντικά διαφορετικοί (˃20 dB) για την τρίτη συχνότητα, ένας απλός μέσος όρος των ουδών ακοής και για τις τρεις συχνότητες δεν αντανακλά, με ακρίβεια, την ακοή στην βασική περιοχή συχνοτήτων της ομιλίας. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται ο μέσος όρος καθαρών τόνων, που υπολογίζεται μόνο με τους δύο καλύτερους ουδούς ακοής και αναφέρεται ως μέσος όρος καθαρών τόνων δύο-συχνοτήτων. Ο ΜΟΚΤ είναι ένας χρήσιμος τρόπος, για τον ποσοτικό προσδιορισμό, με ένα νούμερο, της ακουστικής ευαισθησίας σε μία περιοχή συχνοτήτων, που είναι σημαντική για την ακοή και για την αναγνώριση των ομιλητικών πληροφοριών. Το ακοόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει μια ένδειξη για αναφορά του ΜΟΚΤ. Οι ακοολόγοι, συχνά, αναφέρονται στον ΜΟΚΤ, όταν αναφέρουν τα αποτελέσματα της εξέτασης ακοής. Αφού ο ΜΟΚΤ αντανακλά την ακουστική ευαισθησία για ορισμένες από τις συχνότητες, οι οποίες είναι σημαντικές για την αναγνώριση των ομιλητικών ήχων, η σύγκριση του ΜΟΚΤ με τις στάθμες ουδών ακοής για τους ομιλητικούς ήχους παρέχει πρόσθετες κλινικές πληροφορίες.