Βιταμίνη D:
H βιταμίνη D είναι ένας όρος που περιλαμβάνει μία σειρά χημικών ενώσεων. Έχει ταξινομηθεί ταυτόχρονα στις λιποδιαλυτές βιταμίνες όσο και στις ορμόνες. Η φυσιολογικά ενεργή της μορφή είναι η καλσιτριόλη.
Η υπεριώδης ακτινοβολία του ηλιακού φωτός μετατρέπει μία ένωση που υπάρχει στο δέρμα σε χοληκαλσιφερόλη η οποία απελευθερώνεται στο αίμα και τελικά μετατρέπεται στο ήπαρ και στα νεφρά στην ενεργό ορμόνη την καλσιτριόλη.
Ο ρόλος της βιταμίνης D:
H βιταμίνη D βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου στο έντερο και τους νεφρούς, βοηθώντας έτσι στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων ασβεστίου στο πλάσμα και κατ κατ’ επέκταση κανονικού μεταβολισμού των οστών. Επίσης, συμβάλλει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του φωσφόρου, ενός άλλου σημαντικού ανόργανου συστατικού για τον σχηματισμό των οστών.
Εκτός από την κλασσική δράση της στο μεταβολισμό των οστών επιδρά επίσης στην ανάπτυξη του δέρματος και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της ψωρίασης μίας χρόνιας δερματικής διαταραχής.
Έλλειψη βιταμίνης D: Παρατηρείται σε περίπτωση ανεπαρκούς πρόσληψης και προκαλεί ραχίτιδα στα παιδιά (δηλαδή ανεπαρκή μεταβολισμό ασβεστίου και δυσμορφίες των οστών) και οστεομαλακία στους ενήλικες δηλαδή μαλάκυνση των οστών συνοδευόμενη από μυϊκή αδυναμία.
Η τοξικότητα από βιταμίνη D εκδηλώνεται με υπερασβεστιναιμία, συνήθως λόγω υπερβολικής πρόσληψης που συμπεριλαμβάνει, νεφρικές βλάβες, καθυστέρηση στη σωματική και διανοητική ανάπτυξη των παιδιών.
Πηγές βιταμίνης D: Τα περισσότερα τρόφιμα δεν περιέχουν καθόλου βιταμίνη D. Tα έλαια από συκώτι ψαριών είναι καλές πηγές, ενώ μικρά ποσά βρίσκονται στα αυγά, τον τόνο και τον σολομό. Πολλά τρόφιμα εμπλουτίζονται με βιταμίνη D όπως το γάλα, η μαργαρίνη και τα δημητριακά πρωινού.