Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού είναι εξαιρετικά συχνές και τα δύο τρίτα από αυτές οφείλονται σε ιούς, από τους οποίους ο ιός της γρίπης θεωρείται ο πιο παθογόνος και με ιδιαίτερα υψηλή μεταδοτικότητα.
Στην Ελλάδα ενδημική έξαρση της γρίπης παρατηρείται κυρίως μεταξύ Δεκεμβρίου και Απριλίου, με κορύφωση της δραστηριότητας του ιού συνήθως το μήνα Φεβρουάριο.
Η γρίπη χαρακτηρίζεται από την αιφνίδια έναρξη έντονων συμπτωμάτων (υψηλού πυρετού, έντονης κόπωσης, μυαλγιών, πονοκέφαλου, βήχα) που διαρκούν 2-7 ημέρες. Αντίθετα, σε άλλες ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις, όπως είναι το κοινό κρυολόγημα, τα συμπτώματα είναι συνήθως πιο ήπια και κυριαρχούν η καταρροή και ο πονόλαιμος.
Η γρίπη, αν και είναι βαριά ίωση, σε υγιή άτομα σπάνια εμφανίζει επιπλοκές, αλλά μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές επιπλοκές σε ασθενείς με χρόνια υποκείμενα νοσήματα (όπως καρδιαγγειακά, αναπνευστικά, μεταβολικά, νευρολογικά), παχυσαρκία, σε ηλικιωμένους, βρέφη και άτομα με μειωμένη ανοσολογική επάρκεια.
Μία από τις πιο συχνές και σοβαρές επιπλοκές της γρίπης είναι η πνευμονία που μπορεί να οφείλεται τόσο στον ίδιο τον ιό της, όσο και σε μικρόβια, με κυριότερο τον πνευμονιόκοκκο. Η πνευμονία από πνευμονιόκοκκο θεωρείται από τις πιο βαριές επιπλοκές της γρίπης, συνδέεται με αυξημένη θνητότητα και αποτελεί τη συχνότερη ίσως μικροβιακή λοίμωξη της κοινότητας που απαιτεί νοσηλεία σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Τα παιδιά μπορεί επίσης να παρουσιάσουν ως επιπλοκή της γρίπης μικροβιακές λοιμώξεις (όπως ιγμορίτιδα και ωτίτιδα), που συχνά επίσης οφείλονται στον πνευμονιόκοκκο.
Ο πνευμονιόκοκκος συνολικά αποτελεί την πιο κοινή αιτία βαριάς πνευμονίας σε παιδιά κάτω των 5 ετών και σε ενήλικες άνω των 50 ετών, και μπορεί επίσης να προκαλέσει άλλες σοβαρές διεισδυτικές λοιμώξεις, όπως σηψαιμία και μηνιγγίτιδα.
ΠΡΟΛΗΨΗ
Πρωταρχική σημασία για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γρίπης και της πνευμονίας από πνευμονιόκοκκο, έχει η πρόληψη. Όσον αφορά τη γρίπη, αποτελεσματικά συμβάλει στην πρόληψη η αποφυγή μετάδοσής της από άνθρωπο σε άνθρωπο, μέσω της τήρησης των κανόνων ατομικής και κοινωνικής αναπνευστικής υγιεινής.
Το συχνό πλύσιμο των χεριών και η αποφυγή συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους, ιδιαίτερα με άτομα που έχουν συμπτώματα αναπνευστικής λοίμωξης, αποτελούν βασικά προληπτικά μέτρα. Η βελτίωση της αμυντικής λειτουργίας του οργανισμού με υγιεινή διατροφή, άσκηση, αποφυγή του καπνίσματος, διατήρηση φυσιολογικού βάρους, επαρκή ύπνο και αποφυγή του ψυχολογικού stress,μειώνει τις πιθανότητες σοβαρής λοίμωξης τόσο από τον ιό της γρίπης όσο και από άλλους αναπνευστικούς ιούς.
Επειδή όμως τα παραπάνω μέτρα δεν επαρκούν,καθώς μπαίνουμε στον χειμώνα, είναι επιτακτικός, τουλάχιστον για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, ο εμβολιασμός με το εποχικό αντιγριπικό εμβόλιο, αλλά και με το εμβόλιο του πνευμονιοκόκκου, για όσα άτομα δεν έχουν προηγούμενη εμβολιαστική κάλυψη εναντίον του.
Το αντιγριπικό εμβόλιο συνιστάται σύμφωνα και με τις οδηγίες του ΚΕΕΛΠΝΟ όχι μόνο για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού αλλά και για τους επαγγελματίες υγείας, δεδομένου ότι έχουν τριπλάσιο κίνδυνο νόσησης, αλλά και γιατί μπορεί να συμβάλλουν στη διασπορά του ιού της γρίπης στο νοσοκομειακό περιβάλλον.
Το εμβόλιο για τη γρίπη περιέχει τους τρεις ή τέσσερις τύπους του ιού που αναμένεται ότι θα επικρατήσουν στην φετινή ενδημική περίοδο. Πρέπει να χορηγείται έγκαιρα (κατά προτίμηση τον Οκτώβριο ή το Νοέμβριο) και πριν την έναρξη της αναμενόμενης έξαρσης των κρουσμάτων της γρίπης, αφού απαιτούνται 2 βδομάδες για την επίτευξη ανοσολογικής απάντησης.
Ο εμβολιασμός πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, γιατί οι τύποι των ιών της γρίπης που επικρατούν μεταβάλλονται, οπότε μεταβάλλεται και η σύσταση του εμβολίου. Επίσης η ανοσία που εξασφαλίζει το εμβόλιο μειώνεται σημαντικά μετά από περίπου 6 μήνες, επομένως η προστασία που παρέχει είναι μειωμένη την επόμενη περίοδο. Ο εμβολιασμός κατά της γρίπης είναι πολύτιμος και απόλυτα απαραίτητος, καθώς όχι μόνο βοηθάει σημαντικά στην ατομική προστασία από τη γρίπη αλλά συμβάλλει στον περιορισμό εξάπλωσης του ιού στην κοινότητα και στο νοσοκομειακό περιβάλλον.
Ποιοί πρέπει να εμβολιάζονται για την Γρίπη
1. Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και λοιποί εργαζόμενοι).
2. Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω
3. Παιδιά > 6 μηνών και ενήλικες που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα:
- Άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες
- Καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές
- Ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας).
- Μεταμόσχευση οργάνων
- Δρεπανοκυτταρική νόσο (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες)
- Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα
- Χρόνια νεφροπάθεια
- Νευρολογικά ή Νευρομυϊκά νοσήματα
4. Έγκυες γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας κύησης.
5. Λεχωίδες
6. Θηλάζουσες
7. Άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) μεγαλύτερο των 40 kg/m2
8. Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. για νόσο Kawasaki, ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλα) για τον πιθανό κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη.
9. Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη.
10. Οι κλειστοί πληθυσμοί (προσωπικό και εσωτερικοί σπουδαστές σχολείων, στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών, ειδικών σχολείων ή σχολών, νεσύλλεκτων στις ένοπλες δυνάμεις, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων κ.ά.). Στρατεύσιμοι στα κέντρα κατάταξης και ειδικά όσοι κατατάσσονται κατά τους χειμερινούς μήνες (Οκτώβριο –Μάρτιο).
11. Επαγγελματίες όπως κτηνίατροι πτηνοτρόφοι, χοιροτρόφοι, σφαγείς και γενικά άτομα που έρχονται σε συστηματική επαφή με πουλερικά.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΝΕΥΜΟΝΙΟΚΟΚΚΟ
Το εμβόλιο του πνευμονιοκόκκου περιλαμβάνεται στο σχήμα εμβολιασμών της παιδικής ηλικίας και η κάλυψη των παιδιών στη χώρα μας θεωρείται ότι είναι επαρκής. Στους ενήλικες όμως, ο εμβολιασμός δεν είναι γενικευμένος και υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης της εμβολιαστικής προστασίας από τις πευμονιοκοκκικές λοιμώξεις.
Ποιοί πρέπει να εμβολιάζονται έναντι του πνευμονιόκοκκου
Ολοι οι ενήλικες 65 ετών και άνω
Ατομα κάτω των 65 τα οποία έχουν χρόνιες παθήσεις όπως πχ:
• παθήσεις των πνευμόνων (άσθμα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια)
• καρδιακές παθήσεις
• δρεπανοκυτταρική αναιμία
• σακχαρώδης διαβήτης
• αλκοολισμός
• κίρρωση ήπατος
• διαρροές εγκεφαλονωτιαίου υγρού
• Νεοπλασματική νόσο
Άτομα κάτω των 65 ετών με μειωμένη άμυνα του οργανισμού όπως:
• νόσο Hodgkin
• λευχαιμία
• νεφρική ανεπάρκεια
• πολλαπλό μυέλωμα
• νεφρωσικό σύνδρομο
• λοίμωξη από HIV ή AIDS
• Ασπληνία (λειτουργική ή μη)
• μεταμόσχευση οργάνων
• οσοι λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή ή υπόκεινται σε θεραπεία η οποία μειώνει την άμυνα του οργανισμού όπως κορτιζόνη (όχι όμως εισπνεόμενη), ορισμένα φάρμακα κατά του καρκίνου, χημειοθεραπευτικά.
Τέλος, σύμφωνα με τον Αμερικάνικο οργανισμό ελέγχου νοσημάτων (CDC) όλοι οι ενήλικες 19 έως 64 ετών οι οποίοι είτε είναι καπνιστές είτε έχουν άσθμα θα πρέπει να εμβολιάζονται έναντι του πνευμονιόκοκκου.
Τα εμβόλια κατά της γρίπης και του πνευμονιόκοκκου είναι από τα πιο ασφαλή εμβόλια και υπάρχει τεράστια κλινική εμπειρία από εκατομμύρια εμβολιασθέντες σε όλο τον κόσμο. Δυστυχώς, τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού και του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού παραμένουν πολύ χαμηλότερα στη χώρα μας απ’・ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές ή ανεπτυγμένες χώρες.
Φαίνεται να υπάρχει ακόμη και σήμερα έλλειψη εμπιστοσύνης και καχυποψία σε μέρος του πληθυσμού και καλλιεργείται ένα αντιεμβολιαστικό κλίμα βασισμένο σε ψευδείς και μη επιστημονικές πληροφορίες με τα πρώτα θύματα του κυρίως στον παιδικό πληθυσμό να είναι παρόντα. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η σωστή ενημέρωση και πληροφόρηση με βάση τα επιστημονικά δεδομένα. Επισημαίνεται ότι ο εμβολιασμός πέρα από την ατομική προστασία που παρέχει και τη μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας στην κοινότητα, μειώνει επίσης την επιβάρυνση του συστήματος υγείας και ιδιαίτερα των μονάδων εντατικής θεραπείας που επιφορτίζονται με την περίθαλψη ασθενών με ποικίλες άλλες σοβαρές παθήσεις.
Ποιες είναι οι ανεπιθύμητες ενέργειες των εμβολίων
Περίπου 20-45%από τους ανθρώπους που έχουν εμβολιαστεί παρουσιάζουν ηπιότατες ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ερυθρότητα ή πόνο στο σημείο του εμβολιασμού. Λιγότερο από το 1% παρουσιάζει πυρετό ή μυϊκούς πόνους. Τέλος, όπως και κάθε φάρμακο μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αλλεργική αντίδραση. Σε κάθε περίπτωση η σχέση κόστους-οφέλους τόσο για αυτούς που εμβολιάζονται ,όσο και για το σύνολο του κοινωνικού ιστού είναι δραματικά υπέρ του εμβολιασμού και είναι χρέος όλων των επιστημόνων υγείας να κινηθούν στην κατεύθυνση αυτή ενθαρρύνοντας τους ασθενείς και κάμπτοντας με επιστημονικά επιχειρήματα και δεδομένα τις όποιες-δικαιολογημένες ή μη- αντιρρήσεις τους.