Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη διατροφή του ελληνικού πληθυσμού. Η επονομαζόμενη διατροφική μετάβαση (nutrition transition) δηλαδή η παράλληλη ύπαρξη ατόμων υποσιτισμένων εμφανώς και μη εμφανώς, με εικόνα ακόμα και υπέρβαρων, είναι γεγονός.
Η παρούσα συγχρονική μελέτη αξιολόγησε τη διατροφή και την κατάσταση θρέψης κατοίκων της Ελλάδας και συγκεκριμένα συνέκρινε ανθρώπους που ήταν δικαιούχοι ενός ευρωπαϊκού προγράμματος παροχής τροφίμων με μία ομάδα ελέγχου από το γενικό πληθυσμό. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα ονομάζεται Fund for the European Aid to the Most Deprived (FEAD) και από το 2015 είναι το μοναδικό διεθνές πρόγραμμα που προσφέρει τρόφιμα και βασικά είδη σε οποιονδήποτε ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (περίπου 400.000 άτομα στην Ελλάδα). Μάλιστα, η ανάγκη για αυτήν την ανθρωπιστική βοήθεια αναδύθηκε από την αύξηση της θνησιμότητας μεταξύ 2000 και 2016: 3,8 εκατομμύρια ανθρώπων στην Ελλάδα ήταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Η έρευνα λοιπόν έδειξε πως:
- το να είναι κανείς παραλήπτης αυτής της βοήθειας σχετιζόταν με υψηλότερο επιπολασμό υπέρβαρου και παχυσαρκίας (44% υπέρβαροι σε σχέση με 37,5% στο γενικό πληθυσμό και 25,4% παχύσαρκοι σε σχέση με 18% στο γενικό πληθυσμό).
Σχετικά με τις διατροφικές τους συνήθειες:
- H διατροφή των ανθρώπων αυτών είχε μεγαλύτερη αναλογία υδατανθράκων και μικρότερη αναλογία λίπους στη συνολική προσλαμβανόμενη ενέργεια. Ειδικότερα ως προς το λίπος, η διατροφή τους είχε περισσότερα πολυακόρεστα λιπαρά αλλά λιγότερα μονοακόρεστα από το γενικό πληθυσμό – ενώ η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών ήταν παρόμοια για τις δύο ομάδες του πληθυσμού και παραπάνω από το όριο του 10% της προσλαμβανόμενης ενέργειας.
- Ταυτόχρονα οι παραλήπτες της ανθρωπιστικής βοήθειας προσλάμβαναν μεγαλύτερη ποσότητα φυτικών ινών και ασβεστίου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Και πάλι βέβαια μόνο το 59,9% αυτών των ανθρώπων πετύχαινε το στόχο των φυτικών ινών σε σχέση με το 51,4% του γενικού πληθυσμού.
- Κατανάλωναν, αφενός, στατιστικά σημαντικά λιγότερους χυμούς φρούτων, έλαια και ξηρούς καρπούς, κρέας, ψάρι, γλυκά καθώς και αλκοόλ από το γενικό πληθυσμό.
- Κατανάλωναν, αφετέρου, περισσότερες πατάτες και όσπρια.
- Κατά μέσο όρο έκαναν 1-3 γεύματα την ημέρα (σε αντίθεση με τα 4-5 του γενικού πληθυσμού) ενώ συχνότερα παρέλειπαν το πρωινό (58,8% περισσότεροι άνθρωπο δεν έτρωγαν πρωινό σε σχέση με το γενικό πληθυσμό).
- Συνολικά προσλάμβαναν λιγότερη ενέργεια (μόνο το 58% κάλυπτε τις ενεργειακές του ανάγκες σε σχέση με το 77% του πληθυσμού) ενώ προσλάμβαναν λιγότερη ποσότητα πρωτεΐνης ανά κιλό σωματικού βάρους σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Η ανάλυση έδειξε πως το 42% των παραληπτών του προγράμματος και το 23% του γενικού πληθυσμού είχαν ελλιπή ενεργειακή πρόσληψη τη στιγμή της έρευνας. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, την ίδια στιγμή, ο επιπολασμός του ελλιποβαρούς μεταξύ των παραληπτών του προγράμματος ήταν μόλις στο 2% του ενώ το 69,4% αυτών ανήκαν στην κατηγορία υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, χαρακτηριστικό της διπλής όψης του υποσιτισμού.
Καθώς οι επιπτώσεις την οικονομικής κρίσης είναι παρούσες στην καθημερινότητα και επηρεάζουν την υγεία των συνανθρώπων μας, είναι σημαντικό σαν επαγγελματίες υγείας να μπορούμε να τις αναγνωρίζουμε, να τις προλαμβάνουμε, να εκπαιδεύουμε κατάλληλα τον πληθυσμό, να ενημερώνουμε το κοινό ώστε όλοι να έχουν πρόσβαση στη σωστή γνώση και να βοηθάμε κεντρικά το σχεδιασμό τέτοιων προγραμμάτων. Τόσο η πρωτεϊνική υποθρεψία όσο και ένας δυσθρεπτικός υπέρβαρος άνθρωπος είναι περιστατικά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πιθανώς φτάσουν στην πόρτα μας και είναι σημαντικό, κατανοώντας τη δική τους ανάγκη, να μπορούμε να βοηθήσουμε.