Απάντηση με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο στο παραπάνω ερώτημα έρχεται να δώσει μια μεγάλη μετανάλυση, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό British Medical Journal. Σε αυτήν μελετήθηκαν περισσότεροι από 5,5 εκατομμύρια ασθενείς για στεφανιαία νόσο και πάνω από 7 εκατομμύρια ασθενείς για εγκεφαλικά επεισόδια, από το 1946 ως και το 2015.
Η πολύ διαδεδομένη, αλλά και αυθαίρετη αντίληψη πως το κάπνισμα 1 τσιγάρου ημερησίως θα ελάττωνε τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στο 1/20 (5%) του κινδύνου που αντιστοιχεί στο κάπνισμα 1 πακέτου (20 τσιγάρων) διαψεύσθηκε εμφατικά. Έτσι, ενώ το κάπνισμα 1 πακέτου αυξάνει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου στους άνδρες από 104% ως 127% σε σχέση με τους μη καπνιστές, το κάπνισμα 1 τσιγάρου αυξάνει τον παραπάνω κίνδυνο μεταξύ 48% και 74%.
Δηλαδή το κάπνισμα 1 και μόνο τσιγάρου επιβαρύνει τους καπνιστές με το ήμισυ σχεδόν του κινδύνου που αντιστοιχεί στο κάπνισμα 1 πακέτου ημερησίως. Τα παραπάνω ποσοστά είναι εντυπωσιακά υψηλότερα στις γυναίκες. Έτσι, στις καπνίστριες 1 πακέτου ημερησίως ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου αυξάνεται από 184% έως 295%, ενώ στις καπνίστριες 1 και μόνο τσιγάρου ο παραπάνω κίνδυνος παραμένει ιδιαίτερα αυξημένος, μεταξύ 57% και 119%.
Αντίστοιχα, αν και ελαφρώς χαμηλότερα, είναι τα ποσοστά κινδύνου για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, αφού το κάπνισμα 1 τσιγάρου ημερησίως προκαλεί κατά 30% περισσότερα εγκεφαλικά στους καπνιστές.
Αυτό που αξίζει να τονισθεί είναι πως οι αρνητικές καρδιαγγειακές επιπτώσεις του καπνίσματος εμφανίζονται αρκετά νωρίς, μετά από μόλις 2-3 έτη καπνίσματος. Το ίδιο γρήγορα, όμως, ελαττώνονται μετά τη διακοπή του. Συνεπώς, η ολοκληρωτική αποχή από το κάπνισμα είναι η μόνη επιστημονικά ενδεδειγμένη λύση ελάττωσης της επίπτωσης των καρδιαγγειακών νοσημάτων, τα οποία αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτων παγκοσμίως.