Πριαπισμός (priapism) χαρακτηρίζεται η εμμένουσα, συνήθως επώδυνη, στύση η οποία δεν συνοδεύεται από σεξουαλική επιθυμία. Ανάλογα με το αίτιο, ο πριαπισμός διακρίνεται σε πρωτοπαθή (ιδιοπαθή) και δευτεροπαθή.
Επίσης διακρίνουμε τον:
– Ισχαιμικό τύπο (ή πριαπισμό χαμηλής ροής) και τον
– Μη ισχαιμικό τύπο (ή πριαπισμό υψηλής ροής).
Στον ισχαιμικό τύπο, που είναι και ο πιο επικίνδυνος, έχουμε παρατεταμένη απόφραξη του φλεβικού δικτύου, με αποτέλεσμα να απαιτείται ΑΜΕΣΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ.
Στον μη ισχαιμικό τύπο, το αίμα είναι αρτηριακό και ως εκ τούτου η αντιμετώπιση μπορεί να καθυστερήσει για λίγο, χωρίς συνέπειες για τον ασθενή. Σε αυτή την περίπτωση, η σηραγγογραφία δείχνει ταχεία παροχέτευση του αίματος μέσω των σηραγγωδών σωμάτων και των εν τω βάθει ραχιαίων φλεβών του πέους.
Αίτια
– Πρωτοπαθής
– Δευτεροπαθής
Αν και εμφανίζεται περίπου στο 1/3 των περιπτώσεων τα αίτια παραμένουν άγνωστα.
Ανάλογα με το αίτιο χαρακτηρίζεται ως:
Θρομβοεμβολικός: Παρατηρείται σε ασθενείς με δρεπανοκυτταρική αναιμία, με λευχαιμία και σε λιπώδες έμφρακτο. Υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 4-6.5% των ασθενών με δρεπανοκυτταρική αναιμία εμφανίζουν πριαπισμό.
Τραυματικός: Εμφανίζεται μετά από τραύμα γεννητικών οργάνων και/ή περινέου. Οι κακώσεις αυτού του τύπου, μπορεί να προκαλέσουν φλεβική θρόμβωση, αιμορραγία και οίδημα του πέους, τα οποία οδηγούν σε πριαπισμό χαμηλής ροής. Αντίθετα, αν η κάκωση αφορά τη σηραγγώδη αρτηρία, τότε μπορεί να παρατηρηθεί πριαπισμός υψηλής ροής.
Νευρογενής: Σε βλάβες της σπονδυλικής στήλης, σε αυτόνομη νευροπάθεια και μετά από αναισθησία κατά τη διάρκεια επεμβάσεων.
Νεοπλασματικός: Παρατηρείται σε κακοήθη νεοπλάσματα και οφείλεται σε απόφραξη της φλεβικής παροχέτευσης ή σε μερική αντικατάσταση των σηραγγωδών κόλπων από το νεόπλασμα. Η θεραπεία είναι παρηγορητική και περιλαμβάνει αναλγητικά, αντιβιοτικά (σε ενδεχόμενη λοίμωξη), ακτινοβολία ή/και χημειοθεραπεία με σκοπό την αντιμετώπιση της μεταστατικής νόσου.
Φαρμακευτικός: Ορισμένα φάρμακα, όπως τα αντιυπερτασικά υδραλαζίνη και πραζοσίνη αλλά και κάποια αντιψυχωτικά όπως η χλωροπρομαζίνη, ενοχοποιούνται για πιθανή πρόκληση πριαπισμού.
Σε ολική παρεντερική διατροφή: Έχει παρατηρηθεί πριαπισμός χαμηλής ροής μετά από χορήγηση ενδοφλεβίως 20% λιπώδους διαλύματος.
Μετά ενδοσηραγγώδη ένεση φαρμάκων. Σε ποσοστό περίπου 5%, ως επιπλοκή ενδοπεϊκής χορήγησης ουσιών για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας. Αποτελούν το συχνότερο αίτιο πρόκλησης πριαπισμού.
Θεραπεία
– Φαρμακευτική
– Χειρουργική
Α. Μη ειδικά μέτρα
– Παγοκύστες
– Αναλγητικά Οιστρογόνα
– Περίδεση πέους
– Αντιπηκτικά
Β. Ενδοσηραγγώδης ένεση α-αδρενεργικών φαρμάκων
Αυτού του τύπου τα φάρμακα προκαλούν αγγειοσύσπαση.
Τέτοια φάρμακα είναι η ετιλεφρίνη, η φαινυλεφρίνη, η επινεφρίνη , η εφεδρίνη και η νορεπινεφρίνη.
Η ένεση του φαρμάκου γίνεται εντός του σηραγγώδους σώματος και μπορεί να επαναληφθεί μετά από 5 min.
Γ. Παρακέντηση και εκκένωση του περιεχομένου των σηραγγωδών σωμάτων.
Χρησιμοποιείται βελόνα 21G με πεταλούδα η οποία χρησιμεύει για αφαίρεση του αίματος από το σηραγγώδες.
Εισάγεται κάθετα στο σηραγγώδες σώμα και η αναρρόφηση του αίματος γίνεται μέχρι να επιτευχθεί χάλαση του πέους.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝΙΣΤΕΙ ΟΤΙ ΟΤΑΝ Ο ΠΡΙΑΠΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΩΡΕΣ ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΣΥΝΗΘΩΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΛΗ ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΜΦΑΝΙΖΟΥΝ ΣΤΥΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. ΑΝ ΟΜΩΣ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙ ΤΟΤΕ ΛΟΓΩ ΒΛΑΒΗΣ ΤΟΥ ΣΤΥΤΙΚΟΥ ΙΣΤΟΥ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ.