Το τελευταίο διάστημα όλο και πιο συχνά γινόμαστε γνώστες για περιστατικά που αφορούν την παιδική κακοποίηση κυρίως μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Σχεδόν καθημερινά έρχονται στο φως περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, η οποία μπορεί να έχει λάβει κάθε μορφή: σωματική, λεκτική, συναισθηματική έως και σεξουαλική. Αναλογιζόμενοι, λοιπόν, τα περιστατικά αυτά εκφράζουμε τη συμπόνοια μας για τα παιδιά που έχουν υποστεί τη βία και παράλληλα τον αποτροπιασμό μας για τους γονείς-θύτες. Ωστόσο, σπάνια αναρωτιόμαστε για το ποιοι είναι οι παράγοντες που συνηγορούν στην κακοποίηση ενός παιδιού καθώς, δυστυχώς, δίνουμε λίγη βαρύτητα σε αυτό το κομμάτι. Τι συμβαίνει, λοιπόν, στο μυαλό ενός θύτη;
Αρχικά, είναι καλό να γνωρίζουμε πως κάθε μορφή κακοποίησης και άσκησης βίας αποτελεί ένα παιχνίδι ανωτερότητας και επιβολής εξουσίας. Ο θύτης επιθυμεί με κάθε τρόπο να κυριαρχήσει στο θύμα με αποτέλεσμα να μη διστάζει να ασκήσει κάθε μορφή βίας ακόμα και τη σεξουαλική. Στο τελός των πράξεων του εκδηλώνει τη μεταμέλειά του και αρχίζει να απολογείται ζητώντας συγχώρεση. Προσπαθεί να αιτιολογήσει τη συμπεριφορά του επικαλούμενος διάφορους παράγοντες όπως για παράδειγμα οι έντονοι και πιεστικοί ρυθμοί της καθημερινότητας, η οικονομική κρίση, η χρήση αλκοόλ κ.α. Η μεταμέλεια του αυτή μπορεί να μοιάζει ειλικρινής, δεν είναι, όμως, ουσιαστική καθώς η κακοποιητική αυτή συμπεριφορά θα επιστρέψει ξανά.
Ένας άνθρωπος που κακοποιεί συνήθως διακρίνεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση. Μέσα από τις βίαιες και αυταρχικές πράξεις που υιοθετεί επιχειρεί να προστατέψει τον εαυτό του από πιθανές απειλές που υπάρχουν γι’αυτόν στο γύρω περιβάλλον του. Θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο αυξάνει τη δύναμή του και γίνεται ισχυρός. Έτσι, κανείς δεν είναι σε θέση να του προκαλέσει κακό.
Επιπρόσθετα, έχοντας μεγαλώσει κάποιος σε οικογένεια με έντονα παραδοσιακές αντιλήψεις αυτό ενδέχεται να τον οδηγήσει σε τέτοιου είδους πράξεις. Μεγαλώνοντας με αρχές όπως η υπεροχή των ανδρών έναντι των υπόλοιπων μελών της οικογενείας κάθε μελλοντική απόρριψη αυτού του ρόλου λειτουργεί αρνητικά προς τον πρόσωπο του με αποτέλεσμα να οδηγείται στην ανάληψη ενός κακοποιητικού ρόλου στο πλαίσιο της νέας του ζωής.
Ακόμα, συχνό είναι το φαινόμενο οι θύτες να έχουν την τάση να επιρρίπτουν την ευθύνη των πράξεών τους σε εξωγενείς παράγοντες οι οποίοι τις περισσότερες φορές δεν εναπόκεινται στο δικό τους πεδίο ελέγχου αλλά σε αυτό του θύματος. Συμπεριφορές, όπως μια έτονη αντίδραση – έκφραση δυσαρέσκειας από τα παιδιά ή ακόμα και το κλάμμα τους, ενδέχεται να αποτελεσούν ερεθίσματα που να προκαλέσουν την εκδήλωση βίας από την πλευρά των θυτών καθώς οι ίδιοι δεν μπορούν να τις αντέξουν. Έτσι, τα άτομα αυτά μοιάζει να χαρακτηρίζονται από απώλεια ελέγχου όσον αφορά τις πράξεις τους και ως εκ τούτου η συμπεριφορά τους να λαμβάνει κακοποιητικές διαστάσεις για τα θύματα.
Τα περιστατικά κακοποίησης μπορεί να είναι περιστασιακά. Ωστόσο, συνήθως λαμβάνουν καταστροφικές για το θύμα διαστάσεις. Ένα παιδί προκειμένου να εξομαλύνει την κατάσταση και μη έχοντας τη γνώση και τα μέσα να την αντιμετωπίσει προσπαθεί να κατευνάσει τον κακοποιητή του με υποτακτικότητα. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αφού τα περιστατικά βίας οξύνονται περισσότερο.
Έτσι, τα παιδιά- θύματα παρουσιάζουν συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα. Πολλές φορές αποστασιοποιούνται και απομονώνονται από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ταυτόχρονα, φοβούμενα μια ενδεχόμενη απειλή από ξένα γι’ αυτά πρόσωπα υιοθετούν επιθετικές συμπεριφορές με σκοπό να προστατέψουν τον εαυτό τους. Βέβαια, τα σημάδια της παιδικής κακοποίησης δε σταματούν εκεί. Οι εμπειρίες αυτές μοιάζει να ακολουθούν τα θύματα και στην ενήλικη ζωή τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι καλό να μάθουμε στα παιδιά μας πως η σιωπή δεν είναι η λύση. Κάθε άνθρωπος διαθέτει το θάρρος και τη δύναμη να την καταγγείλει.