Τα ερευνητικά δεδομένα συμφωνούν ότι η κατανάλωση ψαριών αποτελεί απαραίτητο μέρος της υγιεινής διατροφής που πρέπει να ακολουθείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές επιλογές, όπως το κόκκινο ή το λευκό κρέας, τα ψάρια έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε κορεσμένα λίπη και υψηλότερη σε μακράς αλύσου ω-3 λιπαρά οξέα, και συγκεκριμένα σε εικοσιπεντανοϊκό οξύ (EPA) και δοκοσαεξανοϊκό οξύ (DHA).
Τα ψάρια περιέχουν επίσης υψηλής βιολογικής αξίας πρωτεΐνες και άλλα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως βιταμίνες (βιταμίνη D και χολίνη) και ανόργανα στοιχεία (σελήνιο, ιώδιο, σίδηρος, ψευδάργυρος και χαλκός). Αρκετές μελέτες παρατήρησης, κυρίως στη Βόρεια Αμερική έχουν δείξει θετική συσχέτιση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης ψαριών κατά την εγκυμοσύνη και της καλύτερης ανάπτυξης του νευρικού συστήματος των παιδιών. Γενικά, τα οφέλη από την κατανάλωση ψαριών είναι μεγαλύτερα από εκείνα της μη κατανάλωσης τους για τις εγκύους, όταν καταναλώνουν τα συνιστώμενα είδη ψαριών και στις συνιστώμενες ποσότητες.
Πιθανοί κίνδυνοι για την υγεία της μητέρας και του εμβρύου από την κατανάλωση ψαριών:
Παρότι τα ψάρια και τα θαλασσινά αποτελούν καλές και πλούσιες πηγές ω-3 λιπαρών οξέων και άλλων θρεπτικών συστατικών ωφέλιμων για την υγεία, σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν πηγές τοξικών ουσιών όπως βαρέων μετάλλων και οργανικών μολυντών. Από τα βαρέα μέταλλα κυριότερο παράδειγμα είναι ο μεθυλυδράργυρος, ενώ από τους οργανικούς μολυντές, τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (polychlorinated biphenyls, PCBs) και οι διοξίνες (EFSA, 2005; Mozaffarian & Rimm, 2006; Park & Mozaffarian, 2010).
Αναφορικά με τον μεθυλυδράργυρο, γνωρίζουμε ότι περνάει τον πλακούντα και ο βαθμός έκθεσης του εμβρύου σε αυτόν σχετίζεται άμεσα με τον βαθμό έκθεσης της μητέρας. Η αυξημένη έκθεση σε μεθυλυδράργυρο κατά την εγκυμοσύνη έχει συσχετιστεί σε κάποιους πληθυσμούς με μειωμένες επιδόσεις σε νεύρο-αναπτυξιακά τεστ, ενώ παράλληλα είναι γνωστή η νευροτοξική του δράση και οι σημαντικές νεύρο-αναπτυξιακές διαταραχές που προκαλεί στο έμβρυο όταν η μητέρα εκτεθεί σε πολύ υψηλές ποσότητες έπειτα από ατυχήματα (βιομηχανικά ή επαγγελματικά).
Η πρόσληψη με τη διατροφή πολυχλωριωμένων διφαινυλίων και διοξινών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει συσχετιστεί με την εμφάνιση νευροαναπτυξιακών προβλημάτων υγείας κατά την παιδική ηλικία σε αρκετές έρευνες (Mozaffarian & Rimm, 2006). Ποια ψάρια είναι πιθανότερο να έχουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τοξικών ουσιών: Τα μεγαλύτερα σε μέγεθος, σαρκοφάγα ψάρια που ζουν περισσότερο, όπως ο ξιφίας, ο καρχαρίας και άλλα καρχαριοειδή, είναι πιο πιθανό να έχουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μεθυλυδραργύρου, σε σχέση με τα μικρότερα ψάρια που ζουν λιγότερο. Καθώς ο μεθυλυδράργυρος βρίσκεται στους μυς των ψαριών, η αφαίρεση ορισμένων τμημάτων των ψαριών ή ο τρόπος μαγειρέματος δεν συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση των συγκεντρώσεων του μετάλλου (Kris-Etherton et al., 2002). Όσο για τις διοξίνες και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια που είναι λιπόφιλες ουσίες είναι πιθανότερο να βρεθούν σε λιπαρά ψάρια. Ωστόσο, η αφαίρεση του δέρματος, των εντοσθίων και η επιλογή ενός τρόπου μαγειρέματος που να καταλήγει σε μείωση της συγκέντρωσης του λίπους συμβάλλουν στη μείωση των συγκεντρώσεων αυτών των μολυντών (Kris-Etherton et al., 2002).
Είναι σημαντικό να τονισθεί επίσης ότι πολλά είδη ψαριών αποτελούν καλές πηγές των απαραίτητων ω-3 λιπαρών οξέων, ενώ παράλληλα έχουν χαμηλές συγκεντρώσεις μεθυλυδραργύρου. Ωστόσο, ενδέχεται να έχουν και αυξημένες συγκεντρώσεις οργανικών μολυντών. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι δεν μπόρεσαν να εντοπιστούν μελέτες που να υπολογίζουν τα επίπεδα των παραπάνω αναφερόμενων ρυπαντών του περιβάλλοντος στα ψάρια που αλιεύονται στις ελληνικές θάλασσες. Οι παραπάνω αναφερόμενες μελέτες βασίζονται στη μέτρηση των παραγόντων αυτών σε ψάρια που καταναλώνονται σε περιοχές όπως η Αμερική και η Ασία. Ωστόσο, τα μικρά σε μέγεθος λιπαρά ψάρια των ελληνικών θαλασσών ενδεχομένως να είναι λιγότερο μολυσμένα σε σχέση με τα μεγάλα ψάρια των ωκεανών.
Συμπερασματικά: Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι με βάση την ισχύουσα γνώση η μέτρια κατανάλωση ψαριού που μεταφράζεται σε κατανάλωσή 1-3 μερίδων εβδομαδιαίως, είναι ευεργετική για την υγεία και αντισταθμίζει κατά πολύ τους πιθανούς κινδύνους (Mozaffarian & Rimm, 2006). Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τους επαγγελματίες υγείας ώστε το μήνυμα της αποφυγής κατανάλωσης ψαριών με υψηλή περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα και οργανικούς μολυντές να μην παρερμηνευτεί και να οδηγήσει σε μείωση της συνολικής ποσότητας κατανάλωσης ψαριού από τον γενικό πληθυσμό αλλά και από τις εγκύους γυναίκες. Το μήνυμα αφορά την ποιότητα και όχι την ποσότητα των καταναλισκόμενων ψαριών (Cohen et al., 2005).