Οι γονείς συγκρίνουν την επίδοση του παιδιού τους με την επίδοση άλλων συνομήλικων παιδιών ή με τα μεγαλύτερα αδέλφια του όταν ήταν στην ηλικία του. Αυτή η σύγκριση καταλήγει σε μια εντύπωση εάν το παιδί αναπτύσσει ή όχι την ομιλία και το λόγο, με έναν φυσιολογικό ρυθμό. Εάν οι γονείς πιστεύουν ότι η ανάπτυξη είναι αργή, μπορεί να ρωτήσουν άλλους γονείς, συγγενείς ή τον παιδίατρο. Μπορεί να πάρουν μια απάντηση, όπως “Ο γιός μου άργησε κι αυτός, αλλά τώρα, δεν σταματά να μιλάει” ή “Μην ανησυχείς, θα το ξεπεράσει” ή “Είναι νωρίς ακόμα”. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει πάντα αυτό και πολλοί γονείς περιμένουν και μετά ανακαλύπτουν ότι θα έπρεπε να είχαν ενεργήσει νωρίτερα. Η αναμονή μπορεί να είναι σκληρή, ειδικά όταν μας αφορά και θέλουμε το καλύτερο για το παιδί μας. Τι θα πρέπει λοιπόν να κάνουν οι γονείς; Πως θα είναι σίγουροι για το τι να κάνουν;
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σίγουρα. Παρόλο που τα στάδια ανάπτυξης της ομιλίας και του λόγου, που περνά ένα παιδί, είναι αρκετά συνεπή, η ακριβής ηλικία που τα παιδιά φτάνουν αυτά τα ορόσημα, ποικίλλει αρκετά. Παράγοντες, όπως η έμφυτη ικανότητα του παιδιού να μαθαίνει το λόγο, άλλες δεξιότητες που μαθαίνει το παιδί, ο βαθμός και το είδος του λόγου που ακούει το παιδί και το πώς οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στις επικοινωνιακές προσπάθειες του, μπορούν να επιβραδύνουν ή να επιταχύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης του λόγου και της ομιλίας. Αυτό μας δυσκολεύει στο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια που θα βρίσκεται η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας του παιδιού σε τρεις μήνες ή σε έναν χρόνο.
Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο σε ένα παιδί στην ηλικιακή κλίμακα των 18-30 μηνών με φυσιολογική νοημοσύνη που παρουσιάζει καθυστερημένη ανάπτυξη, να αντιμετωπίζει συνεχώς διαταραχές λόγου. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν:
Δεκτικός λόγος
Η κατανόηση του λόγου, γενικά, προηγείται της έκφρασης και της χρήσης. Ορισμένες μελέτες, στις οποίες παρακολουθήθηκαν παιδιά με καθυστερημένη ανάπτυξη σε αυτή την ηλικιακή κλίμακα, αναφέρουν ότι, μετά από ένα χρόνο, ο ηλικιακά κατάλληλος δεκτικός λόγος διαχωρίζει τα παιδιά με καθυστερημένη ανάπτυξη από τα παιδιά που έχουν πραγματικές γλωσσικές καθυστερήσεις.
Χρήση χειρονομιών: Μια μελέτη ανακάλυψε ότι ο αριθμός των χειρονομιών, που χρησιμοποιούνται από παιδιά με καθυστερημένη ομιλία και συγκριτικά χαμηλό εκφραστικό λόγο, μπορεί να αποτελεί ένδειξη των μετέπειτα γλωσσικών ικανοτήτων. Παιδιά με μεγαλύτερο αριθμό χειρονομιών, που χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς επικοινωνιακούς σκοπούς, είναι πιο πιθανό να καλύψουν τη διαφορά με τους συνομήλικους. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα στηρίζεται από ευρήματα, ότι ορισμένα μεγαλύτερα παιδιά, τα οποία διδάσκονται μη λεκτικά επικοινωνιακά συστήματα, εμφανίζουν μια αυθόρμητη αύξηση στην προφορική επικοινωνία.
Ηλικία διάγνωσης
Περισσότερες από μια μελέτες έχουν υποδείξει ότι όσο πιο μεγάλο είναι το παιδί τη στιγμή της διάγνωσης, τόσο λιγότερο θετική είναι η πρόγνωση. Προφανώς, τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα να προοδεύσουν από τα μικρότερα παιδιά, αλλά δεν το έκαναν, υποδεικνύοντας ότι η γλωσσική καθυστέρηση είναι πιο σοβαρή. Επίσης, εάν ένα παιδί αναπτύσσεται αργά κατά τη διάρκεια μιας ηλικιακής κλίμακας όπου άλλα παιδιά προοδεύουν γρήγορα (πχ., 24-30 μηνών), αυτό το παιδί θα μείνει πολύ πίσω.
Πρόοδος στη γλωσσική ανάπτυξη
Παρόλο που ένα παιδί μπορεί να παρουσιάζει αργή γλωσσική ανάπτυξη, θα κάνει κάποια καινούρια πράγματα με τον λόγο, τουλάχιστον κάθε μήνα. Καινούριες λέξεις μπορούν να προστεθούν. Οι ίδιες λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διαφορετικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, η λέξη “μπουκάλι” μπορεί τη μια μέρα να σημαίνει “Αυτό είναι το μπουκάλι μου”, την επόμενη “Θέλω το μπουκάλι μου” και την επόμενη εβδομάδα “Που είναι το μπουκάλι μου; Δεν το βλέπω”. Οι λέξεις μπορεί να συνδυάζονται σε μεγαλύτερες φράσεις (“θέλω μπουκάλι” “όχι μπουκάλι”), ή τέτοιες μεγαλύτερες φράσεις μπορεί να εμφανίζονται πιο συχνά.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ξανά ότι οι αρνητικές πλευρές αυτών των παραγόντων αυξάνουν τον κίνδυνο μιας πραγματικής γλωσσικής διαταραχής, αλλά δεν επιβάλλουν την παρουσία της. Για παράδειγμα, μια ομάδα ερευνητών βρήκε ότι ένα από τα παιδιά τους, ηλικίας 25 ή 26 μηνών, με τον χειρότερο δεκτικό λόγο, είχε την καλύτερη έκβαση στον εκφραστικό λόγο μετά από 10 μήνες. Από την άλλη πλευρά, παιδιά με την θετική πλευρά αυτών των παραγόντων μπορεί να εμφανίσουν μικρότερη πρόοδο από την αναμενόμενη. Η ομάδα ερευνητών ανακάλυψε ότι το παιδί με τη φτωχότερη έκβαση, είχε τον καλύτερο δεκτικό λόγο και το μεγαλύτερο λεξιλόγιο στην αρχή της μελέτης.
Κάθε παιδί μπορεί να μην συμπεριφέρεται όπως τα παιδιά σε μια ομάδα. Τα ομαδικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για να προβλέψουμε τι μπορεί να κάνουν τα περισσότερα παιδιά, που μοιάζουν με τα παιδιά σε μια μελέτη. Οι προβλέψεις, εκ φύσεως τους, δεν είναι πάντα σωστές.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς;
Οι γονείς δεν πρέπει να επαναπαύονται στις προβλέψεις άλλων ή να υποθέτουν ότι το παιδί τους θα παρουσιάσει την ίδια ανάπτυξη όπως ενός φίλου και, τελικά, θα καλύψει τη διαφορά στην γλωσσική ανάπτυξη. Εάν οι γονείς ανησυχούν για την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας του παιδιού τους, θα πρέπει να επισκεφτούν έναν ειδικό για μια επαγγελματική αξιολόγηση. Ο λογοπαθολόγος μπορεί να χορηγήσει δοκιμασίες δεκτικού και εκφραστικού λόγου, να αναλύσει τις προτάσεις του παιδιού σε διάφορες καταστάσεις, να προσδιορίσει παράγοντες που μπορεί να καθυστερούν τη γλωσσική ανάπτυξη και να συμβουλεύσει τους γονείς για τα επόμενα βήματα.
Ο λογοπαθολόγος μπορεί να δώσει συστάσεις για τη διέγερση της γλωσσικής ανάπτυξης, να ζητήσει από τους γονείς και το παιδί να επιστρέψουν, εάν συνεχίζουν να ανησυχούν, ή μπορεί να θελήσει να κανονίσει μια επανεξέταση. Σε πιο σοβαρές καταστάσεις, ο λογοπαθολόγος μπορεί να θελήσει να συμπεριλάβει τον γονέα και το παιδί σε πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης. Τα προγράμματα, χαρακτηριστικά, αποτελούνται από τεχνικές γλωσσικής διέγερσης για χρήση στο σπίτι και περισσότερο συχνή παρακολούθηση της προόδου του παιδιού. Σε ακόμα πιο σοβαρές καταστάσεις, μπορεί να προταθεί ένα πιο επίσημο θεραπευτικό πρόγραμμα.