H διαρκής προσπάθεια να αρέσουμε στον κόσμο, καταστρέφει την προσωπικότητά μας
Θα ήθελα να είμαι μια τυχαία, μια άγνωστη, μια γνωστή.
Θα ήθελα για δύο ώρες να μπορούσα να με παρατηρήσω. Να ακούσω τη φωνή μου, να με κοιτώ στα μάτια προσπαθώντας να βγάλω ένα συμπέρασμα από την εικόνα και τη συμπεριφορά μου. Να καταλάβω πως αισθάνονται τις φορές που χαμογελώ και αν αντιλαμβάνονται την αμηχανία μου όταν με ρωτούν κάτι παράξενο. Θα ήθελα, για δύο ώρες, να με επισκεφτώ κάπου και να βγάλω τα συμπεράσματά μου. Να καταλάβω αν μπορούν να κατανοήσουν όσα αισθάνομαι, όσα προσπαθώ να δείξω και όσα προσπαθώ να κρύψω. Θα ήθελα, για δύο ώρες, λεπτό παραπάνω, να μην είμαι εγώ. Να με κοιτώ από μακριά μήπως και ανακαλύψω τι είναι αυτό που σκέφτονται όταν με κοιτούν χαμογελώντας. Τι πιστεύουν, τι νομίζουν, τι θεωρούν για μένα.
Μετά, μια άλλη σκέψη, που φαντάζει σοφότερη, ήρθε να διακόψει τη προηγούμενη. Μια σκέψη που, καιρό τώρα, προσπαθεί να με πείσει πως είναι λάθος να επηρεάζομαι από τη γνώμη των άλλων.
Πολλές φορές στη ζωή οι πράξεις μας, τα λόγια μας, η συμπεριφορά μας εξαρτώνται από τον περίγυρό μας.
Πολλές φορές πράττουμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όχι επειδή πραγματικά το θέλουμε, αλλά επειδή ξέρουμε πως έτσι θα γίνουμε αποδεκτοί από τους γύρω μας. Στηρίζουμε τόσο πολύ τη ζωή μας, το μέλλον μας, το χρόνο μας στο «τι θα πει ο κόσμος» αγνοώντας πολλές φορές πως η διαρκής προσπάθεια να αρέσουμε στον κόσμο, καταστρέφει την προσωπικότητά μας. Αγνοώντας πως όλες τις φορές που είπαμε όχι, αλλά το μέσα μας καιγόταν για το ναι, όλες τις φορές που συμβιβαστήκαμε γιατί δεν θέλαμε να σχολιαστεί η «επαναστατικότητά» μας, όλες εκείνες τις φορές που ενώ θέλαμε τόσα να πούμε, δεν είπαμε κουβέντα, χάσαμε ένα κομμάτι του εαυτού μας.
Η αλήθεια είναι πως ο κόσμος πάντα θα έχει κάτι να πει. Άλλες φορές κάτι καλό και άλλες κάτι κακό.
Πάλεψα μέσα μου πολύ, πάλεψα προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως δεν με αγγίζουν οι προσβολές και τα πικρόχολα σχόλια άσχετων, τυχαίων, περαστικών, ούτε έχω ανάγκη τα εύσημά τους. Πάλεψα πολύ για να πείσω τον εαυτό μου πως δεν γίνεται να τους κάνουμε όλους χαρούμενους, δεν γίνεται να προσπαθούμε να ικανοποιούμε τις επιθυμίες των άλλων, ξεχνώντας τις δικές μας. Πάλεψα για να τον πείσω να μην εκνευρίζεται, να μη στεναχωριέται, να μην τους κατηγορεί όταν τον σχολιάζουν και τον κατακρίνουν. Πάλεψα για να του υπενθυμίσω πόσο λάθος είναι να χαίρεται σαν παιδί ακούγοντας μια τους καλή κουβέντα.
Και τώρα, ξαφνικά, πάλι λύγισα. Κι έτσι, η φράση «τι θα πει ο κόσμος» άρχισε να ριζώνει ξανά στο μυαλό μου. Όμως, πάλι, έκανα λάθος.
Οπότε, όχι. Δε θα ήθελα να είμαι λεπτό μια τυχαία περαστική στον δρόμο μου. Μια περαστική, που ιδέα δεν έχει για το πώς απέκτησα ουλές και τραύματα. Μια τυχαία, που ιδέα δεν έχει για τη ζωή και την ιστορία μου.
Και έτσι, τόσο γρήγορα και βιαστικά η πρώτη σκέψη χάθηκε από το νου μου, δίνοντας τη θέση της σε μια καινούρια, πιο σημαντική.
Μια σκέψη που μου υπενθυμίζει πως δεν είμαι, ούτε εσύ είσαι, ούτε κανένας άλλος δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό στον περίγυρό του για το ποιος είναι, τι κάνει και τι πιστεύει.
Είναι μια σκέψη απλή, σχεδόν αυτονόητη, που όμως πολλές φορές την ξεχνάμε.