Τι είναι τα κονδυλώματα;
Τα κονδυλώματα είναι καλοήθεις αλλοιώσεις του δέρματος και των βλεννογόνων που εντοπίζονται στην περιοχή των γεννητικών οργάνων και του πρωκτού. Σπανιότερα στο στόμα ή στο λάρυγγα.
Τι τα προκαλεί;
Προκαλούνται από μια μεγάλη οικογένεια ιών (πάνω από 150 υπότυποι) των ανθρώπινων θηλωμάτων(Human Papilloma Viruses-HPV) από τους οποίους 30 περίπου ανιχνεύονται σε βλάβες της γεννητικής περιοχής.
Πως γίνεται η μετάδοση;
Μεταδίδονται κυρίως με την σεξουαλική επαφή (κολπική ή πρωκτική χωρίς προφυλακτικό).
Μικρότερη πιθανότητα μετάδοσης υπάρχει:
► στην σεξουαλική επαφή με προφυλακτικό
► στη στοματογεννητική επαφή
► κατά την έντονη τριβή των γεννητικών οργάνων των σεξουαλικών συντρόφων και
► στην επαφή με μολυσμένα αντικείμενα(sex toys) ή δάκτυλα.Υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα μετάδοσης από κοινή χρήση πετσετών.
Δεν υπάρχει περίπτωση μετάδοσης:
► από το κάθισμα μιας τουαλέτας
► από πόμολα, χειρολαβές, βρύσες κ.λ.π.
► από κατοικίδια ζώα
Ο χρόνος που μεσολαβεί από την μόλυνση-επαφή με τον ιό μέχρι την εμφάνιση των κονδυλωμάτων κυμαίνεται από 2 εβδομάδες μέχρι 8 μήνες.
Τι διευκολύνει την μόλυνση;
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη της μόλυνσης είναι: κληρονομικότητα, ηλικία, κάπνισμα, stress, κακή διατροφή, έλλειψη ύπνου, λήψη κορτιζόνης ή ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, σακχαρώδης διαβήτης, συνυπάρχουσες λοιμώξεις (AIDS, ηπατίτιδα, κολπίτιδα, τραχηλίτιδα κ.λ.π.)
Πως εξελίσσεται η μόλυνση;
Περίπου το 80% των σεξουαλικώς ενεργών ενηλίκων έχουν μολυνθεί με τους ιούς HPV.
Το 50% των συντρόφων έχει ήδη προσβληθεί από HPV λοίμωξη, όταν διαπιστώνεται η μόλυνση αυτή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων του άλλου συντρόφου.
Το πώς θα εξελιχθεί η μόλυνση εξαρτάται από την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού μας. Μια υγιής απάντηση οδηγεί τη μόλυνση σε λανθάνουσα μορφή. Δεν είναι απολύτως βέβαιο, εάν ο ιός απλά καταστέλλεται αλλά παραμένει σε μικρές ποσότητες στα κύτταρα μας ή εξαφανίζεται εντελώς από το σώμα. Η πρώτη εκδοχή μοιάζει επικρατέστερη και επιβεβαιώνεται στους ανθρώπους εκείνους, που έχουν σταθερή μονογαμική σχέση και στους οποίους υποτροπιάζουν τα κονδυλώματα, όταν μετά από χρόνια υποστεί σοβαρή δοκιμασία το ανοσοποιητικό τους σύστημα. Σε ανθρώπους με υγιές ανοσοποιητικό δεν μας ενδιαφέρει η ύπαρξη λανθάνουσας μόλυνσης, αφού δεν θεωρείται μεταδοτική.
Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα δεν αντιδράσει φυσιολογικά, η μόλυνση θα εξελιχθείσε κονδυλωματώδεις αλλοιώσεις. Οι περισσότερες από αυτές δεν φαίνονται με γυμνό μάτι και λέγονται υποκλινικές(επειδή δεν είναι ορατές στην απλή κλινική εξέταση). Κατά κανόνα υποχωρούν χωρίς θεραπεία. Μόνο ένα ποσοστό 10% των μολυνθέντων θα αναπτύξει ορατές αλλοιώσεις που λέγονται οξυτενή κονδυλώματα. Δεν υπάρχει αξιόπιστη μέθοδος ρουτίνας για ανίχνευση των αντισωμάτων από HPV μόλυνση στο αίμα
Τι επιπτώσεις έχει η λοίμωξη;
Κατά την εγκυμοσύνη τα οξυτενή κονδυλώματα μπορεί να αυξηθούν σε μέγεθος και αριθμό, και να προκαλέσουν μεγαλύτερη προσβολή του τραχήλου της μήτρας. Τα παιδιά μητέρων, με κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων, που γεννιούνται με κολπικό τοκετό, κινδυνεύουν να αναπτύξουν αργότερα κονδυλώματα του ανώτερου αναπνευστικού. Από την οικογένεια των ιών των κονδυλωμάτων κάποιοι, που ονομάζονται ογκογόνοι, όταν μολύνουν τον τράχηλο της μήτρας των γυναικών, μπορεί να προκαλέσουν καρκινογένεση σ ένα διάστημα 9-15 ετών από την μόλυνση. Πρέπει να διευκρινιστεί, ότι η μόλυνση από τους ογκογόνους ιούς δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει σε καρκίνο. Πρέπει να συνυπάρχουν πολλοί άλλοι δυσμενείς παράγοντες όπως: προβληματική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, γενετική προδιάθεση, κάπνισμα κ.λ.π. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, ενώ η μόλυνση(και από τους HPV ιούς υψηλού κινδύνου) είναι πολύ συχνή στο γενικό πληθυσμό, τα περιστατικά καρκίνου είναι σχετικά λίγα.
Πότε χρειάζεται Θεραπεία;
Θεραπεία απαιτείται στις κλινικές(ορατές) αλλοιώσεις (οξυτενή κονδυλώματα). Οι υποκλινικές αλλοιώσεις δεν χρειάζονται θεραπεία.
Υγιείς έφηβοι και νεαροί ενήλικες συνήθως καταστέλλουν εντός διετίας τη μόλυνση ή και τις αρχικές φλεγμονώδεις αλλοιώσεις
Τι πρέπει να κάνει ο/η σύντροφος;
Αν σε ένα άτομο βρεθούν οξυτενή κονδυλώματα, συνιστάται η εξέταση και του σεξουαλικού συντρόφου.
Στην περίπτωση γυναίκας θα πρέπει να γίνει PAP-test.Η δοκιμασία κατά Παπανικολάου μπορεί να δώσει αμφίβολο ή ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα για προκαρκινικά κύτταρα σε ποσοστό 30 – 40%. Όμως, εάν η γυναίκα υποβάλλεται σε τακτικούς ελέγχους, ο κίνδυνος να ξεφύγει κάποια σοβαρή αλλοίωση ελαχιστοποιείται, αφού η καρκινογένεση στο τράχηλο της μήτρας είναι χρονοβόρα διαδικασία και εάν δεν φανεί κάτι σε ένα test, θα φανεί στο επόμενο. Ο γυναικολόγος θα καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και την ηλικία κάθε γυναίκας, ποιές επιπλέον εξετάσεις χρειάζονται εκτός από το test PAP (HPV-test, PCR, κολποσκόπηση, βιοψία). Στην περίπτωση άνδρα θα γίνει κλινική εξέταση από τον δερματολόγο. Κατά την διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου και της θεραπείας επιβάλλεται χρήση προφυλακτικού τουλάχιστον για 6 μήνες. Η χρήση προφυλακτικού περιορίζει μέχρι και 70% τον κίνδυνο μετάδοσης των HPV, αφού τα κονδυλώματα εντοπίζονται και στην περιγεννητική και περιπρωκτική περιοχή.
Ποσοστά επιτυχίας της θεραπείας
Πρόληψη
Όλες οι θεραπείες (για τα οξυτενή κονδυλώματα) έχουν επιτυχία σε ποσοστό 70-80%. Οι υπόλοιποι ασθενείς εκδηλώνουν μια ή περισσότερες υποτροπές και χρειάζονται επανειλημμένες θεραπευτικές προσπάθειες. Μετά τη θεραπεία(φαρμακευτική ή επεμβατική) εφαρμόζεται προληπτική αγωγή για ένα μήνα περίπου, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα υποτροπής. Μεγαλύτερη σημασία έχει η πρόληψη έναντι των σοβαρών νοσημάτων που προκαλεί ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) και επιτυγχάνεται:
1) με τον τακτικό έλεγχο μέσω PAP test για τις γυναίκες και
2) με τον εμβολιασμό ανδρών και γυναικών. Κυκλοφορούν τα εμβόλια: Gardasil κατά της HPV λοίμωξης το οποίο προστατεύει από 4 τύπους του ιού HPV( 16,18, που ευθύνονται συνολικά για το 70% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και 6,11 που είναι υπεύθυνοι για το 90% των γεννητικών κονδυλωμάτων). Cervarix το οποίο προφυλάσσει από τους HPV 16 και 18. Και τα δύο εμβόλια χορηγούνται σε 3 δόσεις, που γίνονται εντός εξαμήνου. Ο εμβολιασμός θα πρέπει να γίνει πριν την έναρξη της σεξουαλικής ζωής. Προτείνεται για τις γυναίκες ηλικίας 12-26 ετών, σαν υποχρεωτικός εμβολιασμός, ενώ η ένδειξη επεκτείνεται μέχρι και την ηλικία των 45 ετών προαιρετικά. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το εμβόλιο παρέχει προστασία μετά από 6 μήνες μέχρι και 6 χρόνια. Το τετραδύναμο εμβόλιο(Gardasil) έχει πάρει επίσημη ένδειξη και για άνδρες 16-26 ετών.
Ο εμβολιασμός έναντι του ιού ΗPV στην ηλικία 12-15 ετών συνιστάται ως εμβολιασμός ρουτίνας. Η ηλικία αυτή, με αιχμή την ηλικία των 12 ετών, είναι η περίοδος όπου ολοκληρώνεται όλη η σειρά των εμβολίων του εθνικού προγράμματος εμβολιασμών, καθώς η ανταπόκριση στους εμβολιασμούς είναι η βέλτιστη και η συμμόρφωση των εφήβων στις ιατρικές συστάσεις υψηλή.
Λόγω της μερικής κάλυψης που παρέχουν τα εμβόλια, οι γυναίκες που τα κάνουν, θα πρέπει να συνεχίσουν να ελέγχονται προληπτικά (με test PAP)