ΧΡΗΣΙΜΑ ΑΡΘΡΑ

Δυσανεξία στη λακτόζη



Η δυσανεξία στην λακτόζη είναι μια κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζονται μερικά ενοχλητικά συμπτώματα, εξαιτίας της μειωμένης δυνατότητας του οργανισμού να πέψη την λακτόζη.

Τι είναι όμως η λακτόζη;
Η λακτόζη είναι ένα σάκχαρο το οποίο βρίσκεται κυρίως στα γαλακτοκομικά προϊόντα:

γάλα,
γιαούρτι,
βούτυρο,
τυρί,
κρέμα γάλακτος.

Η λακτόζη είναι και ένα εμπορικό πρόσθετο τροφίμων που χρησιμοποιείται για την υφή, την γεύση και τις συγκολλητικές της ιδιότητες. Έτσι υπάρχουν πολλές κρυφές πηγές λακτόζης σε διάφορες ομάδες τροφίμων. Στις ετικέτες με τα πρόσθετα εμφανίζεται ως: καζεΐνη, ορός γάλακτος, γάλα σκόνη, στερεά γάλακτος, τροποποιημένα συστατικά γάλακτος. Επίσης λακτόζη βρίσκεται σε επεξεργασμένα κρέατα (λουκάνικα, hot dogs), μαργαρίνες, φρυγανιές, δημητριακά πρωινού, χάπια, πατατάκια, έτοιμα γεύματα, πρωτεϊνικά συμπληρώματα (σκόνη, μπάρες) και σε μερικές έτοιμες σάλτσες.

Η δυσανεξία στην λακτόζη προκύπτει από τα μειωμένα επίπεδα του ενζύμου λακτάση στο έντερο, το οποίο είναι υπεύθυνο για την διάσπαση της λακτόζης σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Τα επίπεδα της λακτάσης μειώνονται με το πέρασμα του χρόνου και πολλοί άνθρωποι εμφανίζουν συμπτώματα σε διαφορετικά στάδια της ζωής τους.

Η έλλειψη της λακτάσης μπορεί να προέρχεται από γενετικούς παράγοντες ή να προκληθεί από περιβαλλοντικούς όπως ασθένειες του γαστρεντερικού συστήματος.

Τα ανεπιθύμητα συμπτώματα κάνουν την εμφάνιση τους 30 με 60 λεπτά μετά την κατανάλωση προϊόντων που περιέχουν λακτόζη (κυρίως γαλακτοκομικά προϊόντα) και είναι τα εξής:

Φούσκωμα
Διάρροια
Αέρια
Ναυτία
Κοιλιακό άλγος ή κολικούς
Δυσπεψία

Τρόποι διάγνωσης δυσανεξίας στη λακτόζη.
Αν παρατηρήσετε κάποιο/α από τα παραπάνω συμπτώματα καλό θα ήταν να γίνει μια δοκιμαστική εβδομάδα όπου θα απουσιάζει η λακτόζη από την δίαιτα μας.

Αν τα συμπτώματα υποχωρήσουν και επανεμφανιστούν, με την ένταξη της λακτόζης στο διαιτολόγιο, τότε υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι πρόκειται για δυσανεξία στην λακτόζη. Για την θετική διάγνωση της δυσανεξίας υπάρχουν διάφορα τεστ που μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Τεστ αναπνοής υδρογόνου: πρόκειται για ένα από τα συνηθέστερα και εγκυρότερα τεστ όπου δίνονται 25γρ. λακτόζης, όπου σε περίπτωση δυσανεξίας παρουσιάζονται υψηλά επίπεδα υδρογόνου στην αναπνοή.
Αιματολογικές εξετάσεις: πραγματοποιείται κατάποση διαλύματος λακτόζης με νερό και σε διάστημα 2 ωρών γίνεται μέτρηση της γλυκόζης όπου αυξημένα επίπεδα μαρτυρούν την αδυναμία του οργανισμού να πέψη την λακτόζη.
Τεστ οξύτητας κοπράνων.
Και πιο σπάνια:

Βιοψία λεπτού εντέρου: όπου βλέπουμε την δραστικότητα της λακτάσης.
Γενετική εξέταση.

Αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η συνήθης τακτική για την αντιμετώπιση της δυσανεξίας είναι η αποφυγή κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων.

Ωστόσο η εξαίρεση τους από το διαιτολόγιο οδηγεί σε μείωση άλλων θρεπτικών συστατικών όπως ασβέστιο, φώσφορο και βιταμίνες που σχετίζονται με προβλήματα όπως η μειωμένη οστική μάζα. Έρευνες έδειξαν ότι άτομα που έχουν διαγνωσθεί με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να πέψουν έως και 12 γραμμάρια λακτόζης, που αντιστοιχούν σε 1 κούπα γάλα, χωρίς να υπάρξουν ιδιαίτερες ενοχλήσεις. Βέβαια η ποσότητα που μπορεί να ανεχθεί κάθε οργανισμός είναι διαφορετική γι’ αυτό και θα πρέπει να υπάρχει μια εξειδίκευση όσον αναφορά την διατροφή. Δηλαδή μερικά άτομα μπορεί να εμφανίζουν συμπτώματα με 1 ποτήρι γάλα αλλά να μην επηρεάζονται με την κατανάλωση τυριού ή παγωτού.

Άλλες τακτικές που προτείνονται είναι η κατανάλωση γάλακτος με άλλα φαγητά, η χρήση γαλακτοκομικών προϊόντων που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το γιαούρτι και το τυρί, και η διανομή της ποσότητας γάλακτος κατά την διάρκεια της ημέρας με σκοπό την σταδιακή αύξηση της λακτόζης δίνοντας χρόνο στο εντερικό σύστημα να προσαρμοστεί στην παρουσία της.

Σε περιπτώσεις όπου δεν είναι εφικτός ο περιορισμός τροφών που περιέχουν λακτόζη, υπάρχουν τα ένζυμα λακτάσης σε μορφή υγρού. Έτσι προστίθενται μερικές σταγόνες στο γάλα και μετά από μερικές ώρες στο ψυγείο η περιεκτικότητα σε λακτόζη μειώνεται έως και 70%. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν και χάπια λακτάσης τα οποία λαμβάνονται λίγο πριν το γεύμα ή το σνακ και βοηθάν στην πέψη στερεών τροφών που περιέχουν λακτόζη.

Αν πάλι θέλουμε μια πιο φυσική επιλογή για την αντικατάσταση του γάλακτος μπορούμε να καταφύγουμε στα υποκατάστατα του όπως:

γάλα αμυγδάλου,
γάλα ρυζιού,
γάλα σόγιας,
γάλα καρύδας,
γάλα βρώμης,
γάλα ελεύθερο λακτόζης.
Άτομα τα οποία πάσχουν από δυσανεξία στην λακτόζη καλό είναι να επιλέγουν τρόφιμα που έχουν την ένδειξη ότι είναι ελεύθερα λακτόζης.


Τσιρώνης Βασίλειος

Διαιτολόγος - Διατροφολόγος


Tags:

δυσανεξία  λακτόζη  σάκχαρο  πέψη λακτόζης  έλλειψη λακτάσης