Πόσο σημαντική είναι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D στην έγκυο για το σωματικό βάρος του μωρού της;
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D αποτελεί μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας, μιας και πολλοί άνθρωποι έχουν πολύ μικρή (έως καθόλου) έκθεση στον ήλιο. Στην κύηση τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, μιας και οι γυναίκες σε αυτή τη φάση της ζωής τους αποφεύγουν ενεργά το άμεσο ηλιακό φως κατά τους θερινούς μήνες.
Κατά συνέπεια, η έλλειψη της βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη είναι εξαιρετικά συχνή. Τα αρνητικά αποτελέσματα για τη μητέρα και το παιδί είναι πολλαπλά, και έχουν αναλυθεί ενδελεχώς από την ιστοσελίδα μας κατά το παρελθόν. Αναφορικά μόνο, σε παλαιότερες μελέτες έχουν διαπιστωθεί σημαντικές ανωμαλίες στο μεταβολισμό, τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και την ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς και το σκελετό της μητέρας
Ένα ερώτημα που παρέμενε αναπάντητο για αρκετό καιρό, είναι κατά πόσον η βιταμίνη D της μητέρας επηρεάζει τη διάπλαση του μυϊκού και λιπώδους ιστού του παιδιού της κατά την ενδομήτριο ζωή, και μετά τη γέννηση. Μια μελέτη από το πανεπιστήμιο του Auckland της Νέας Ζηλανδίας, σε συνεργασία με Πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, δημοσιεύθηκε προσφάτως στο Διεθνές Περιοδικό της Παχυσαρκίας (International Journal of Obesity), προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτό το ενδιαφέρον ερώτημα. Οι ερευνητές των Πανεπιστημίων αυτών σχεδίασαν μια μελέτη παρατήρησης 1710 γυναικών, ξεκινώντας από τη 15η εβδομάδα της κύησης, μέχρι που τα παιδιά τους έφτασαν την ηλικία των 6 ετών. Ο τελικός πληθυσμός που ολοκλήρωσε τη μελέτη ήταν 922 μαμάδες με τα παιδιά τους.
Το πιο σημαντικό εύρημα της μελέτης ήταν η συσχέτιση της μάζας του λιπώδους ιστού στα παιδιά αυτά στην ηλικία των 6 ετών, με τις τιμές της βιταμίνης D της μαμάς στην εγκυμοσύνη. Αφού χώρισαν τις μαμάδες με βάση τα επίπεδα της βιταμίνης D, διαπιστώθηκε ότι για κάθε αύξηση κατά 10nmol/l της συγκέντρωσης της βιταμίνης D στο αίμα της μαμάς, ο το ποσοστό του λιπώδους ιστού στο σώμα του παιδιού ελαττωνόταν κατά 0.18%!!! Η σχέση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική παρά το συνυπολογισμό και του δείκτη μάζας σώματος του παιδιού (ΒΜΙ), του φύλου του παιδιού και της ακριβούς ηλικίας του.
Αυτό το εύρημα έρχεται να προστεθεί σε πληθώρα άλλων μελετών των τελευταίων ετών, που κατέδειξαν ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D στη μητέρα σχετίζεται με κίνδυνο διαταραχών του μεταβολισμού στα παιδιά τους, τάση για αλλεργικά νοσήματα και λοιμώξεις του αναπνευστικού στην παιδική ηλικία, και ψυχολογικές ανωμαλίες. Παράλληλα, η ανεπάρκεια της βιταμίνης D στη μητέρα αυξάνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης και καταγμάτων για την ίδια, τόσο στην κύηση, όσο και στα μετέπειτα χρόνια. Για όλους αυτούς του λόγους, ήδη από τον Ιούλιο του 2011 η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρία (The Endocrine Society) πρότεινε στις κατευθυντήριες οδηγίες της να διατηρείται εντός των φυσιολογικών τιμών (30-100ng/dl) η συγκέντρωση της βιταμίνης D στην κύηση. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση υποψίας ανεπάρκειας (δηλαδή ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για έλλειψη βιταμίνης D, που δεν έχουν κάνει μέτρηση) προτείνει την καθημερινή χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης σε δόση μέχρι και τις 10.000IU ημερησίως. Φυσικά, σε περίπτωση επιβεβαιωμένης ανεπάρκειας της βιταμίνης D, αυτή μπορεί να χορηγηθεί σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις, ώστε ταχύτατα να ρυθμιστεί το σημαντικό αυτό πρόβλημα για τις ασθενείς και τα μωρά τους.