Πώς το στρες στη δουλειά και στο σπίτι επηρεάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο;
Το στρες έχει φανεί πως είναι σημαντικός παράγοντας για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Μάλιστα η επίδρασή του αυτή επιτυγχάνεται, τόσο αυξάνοντας συμπεριφορές που αυξάνουν τον κίνδυνο όπως το κάπνισμα ή η κακή διατροφή αλλά και μέσα από την ορμονική ρύθμιση του οργανισμού π.χ. επίπεδα φλεγμονής, ενδοθηλιακής λειτουργίας κλπ.
Επιδρά το στρες στον καρδιαγγειακό κίνδυνο;
Η συγκεκριμένη συγχρονική μελέτη εξετάζει λοιπόν την επίδραση που έχει το εργασιακό και το οικογενειακό στρες στην λειτουργία του επιθηλίου και του ενδοθηλίου και κατ’ επέκταση στον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Συμμετέχουν άνδρες επαγγελματίες υγείας στους οποίους γίνεται παράλληλη αξιολόγηση άγχους και μέτρηση βιοδεικτών (CRP, IL-6, TNFR-1, TNFR-2, δείκτες ενδοθηλιακής λειτουργίας ICAM-1 , VCAM-2).Η αξιολόγηση του εργασιακού και του οικογενειακού στρες γίνεται ποιοτικά με την μορφή ερώτησης και η κλίμακα του στρες είναι περιγραφική (λίγο, μέτρια, πολύ). Αναλύθηκε η σχέση του στρες με τους δείκτες φλεγμονής και τους δείκτες ενδοθηλιακής λειτουργίας.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα;
Αντίθετα από το αναμενόμενο, δε βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της φλεγμονής και του στρες τόσο στην εργασία όσο και στο σπίτι. Οι άνθρωποι με αυξημένα ή μέτρια επίπεδα εργασιακού στρες ωστόσο είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν αυξημένα επίπεδα VCAM-1 (Vascular Cellular Adhesion Molecule δηλαδή Αγγειακού Μορίου Κυτταρικής Συγκόλλησης) σε σχέση με τους ανθρώπους που βίωναν λιγότερο στρες στη δουλειά, ανεξαρτήτως υγιεινοδιαιτητικών συμπεριφορών. Τα επίπεδα αυτών των μορίων γνωρίζουμε πως αυξάνονται στα ενδοθηλιακά κύτταρα σε απάντηση προφλεγμονωδών κυτταροκινών και μεσολαβούν της μετανάστευσης των λευκοκυττάρων στο ενδοθήλιο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αγγειακή φλεγμονή και αθηροσκλήρωση. Κάτι τέτοιο μαρτυρά πως το στρες δρα -ως ένα βαθμό- προκαλώντας δυσλειτουργία του αγγειακού επιθηλίου, εύρημα που φυσικά χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Περιορισμοί
Το δείγμα της μελέτης είχε πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φύλο, εκπαιδευτικό επίπεδο, ηλικία κλπ), με αποτέλεσμα να μειώνεται η ικανότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων της. Πιθανώς μία πιο λεπτομερής ή πιο αντικειμενική μέτρηση των επιπέδων στρες να βοηθούσε στην καλύτερη αποτίμηση του και των συνοδών επιδράσεων του. Επιπλέον, η αξιολόγηση του ΔΜΣ πιθανώς να είχε κάτι επιπλέον να προσθέσει σε σχέση με τη φλεγμονή, όπως έχει φανεί και από αντίστοιχες μελέτες.