Με τον όρο φίμωση εννοούμε την κατάσταση κατά την οποία η ακροποσθία (το δέρμα που καλύπτει την κορυφή του πέους) δεν επιτρέπει την αποκάλυψη της βαλάνου. Άλλες φορές η έλξη του δέρματος επιτρέπει μεν την αποκάλυψη της βαλάνου, δημιουργεί όμως ένα δακτύλιο γύρω από το σώμα του πέους με αποτέλεσμα ενόχληση ή και πόνο κατά τη στύση.
Η φίμωση είναι πολύ συχνή στη βρεφική και παιδική ηλικία, μπορεί όμως να παραμείνει και κατά την ενήλικο ζωή ή ακόμα και να δημιουργηθεί ως συνέπεια άλλων παθήσεων, π.χ. φλεγμονών, διαβήτη ή τραυματισμού.
Στα νεογέννητα η φίμωση είναι ο κανόνας (96%) και μέχρι το τέλος του 1ου έτους στα μισά από αυτά θα έχει υποχωρήσει αυτόματα. Σε ηλικία 3 ετών περίπου στο 90% των παιδιών αποκαλύπτεται η βάλανος και ακόμη περισσότερο στην ηλικία 6-7 ετών. Η κατάσταση σε αυτές της ηλικίες ονομάζεται μερική ή φυσιολογική φίμωση και αντιμετωπίζεται συνήθως συντηρητικά. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αποφεύγεται η βίαια έλξη της ακροποσθίας που μπορεί να δημιουργήσει ολική ή παθολογική φίμωση. Στην ηλικία των 17 ετών η φίμωση παραμένει περίπου στο 1% των αγοριών. Μετά από αυτή την ηλικία συνήθως προτείνουμε την χειρουργική αποκατάστασή της.
Η περιτομή είναι η επέμβαση που γίνεται στους ασθενείς με φίμωση. Πρόκειται για την αφαίρεση του δέρματος που είναι παθολογικό και συρραφή της ακροποσθίας περιμετρικά με απορροφήσιμα ράμματα. Γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία στο ιατρείο. Ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει άμεσα στις δραστηριότητες του και οι επιπλοκές είναι σπάνιες (αιμάτωμα, μόλυνση τραύματος). Η επούλωση του τραύματος και το αισθητικό αποτέλεσμα αξιολογούνται περίπου ένα μήνα μετά.