Μια από τις κύριες δράσεις του βελονισμού είναι η αναλγησία, για την οποία διεθνώς χρησιμοποιείται ο όρος acupuncture analgesia (ΑΑ). Στη συνήθη κλινική πρακτική ο βελονισμός εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση χρόνιων πόνων, όπως είναι, λόγου χάρη, αυτοί από μυοσκελετικά σύνδρομα.
Από κλινικές μελέτες προκύπτει ότι βοηθά το 50% έως 85% των ασθενών (σε σύγκριση με τη μορφίνη που βοηθάει μόνο σε ποσοστό 30%). Σ’ αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα διαρκεί από μέρες έως και μήνες ή χρόνια μετά τη λήξη της θεραπείας και δεν απαιτείται επώδυνος χειρισμός της βελόνας.
Δύο είναι οι χειρισμοί με τους οποίους επιχειρείται ο βελονισμός κατά την κλινική άσκηση: με ειδικό χειρισμό της βελόνας (ΒΧ) και Ηλεκτροβελονισμό (H/B). Στον πρώτο, η βελόνα εισέρχεται στο σημείο βελονισμού και γίνεται χειρισμός της με το χέρι προς τα κάτω και πάνω. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται συνήθως από τους παραδοσιακούς βελονιστές. Στον ηλεκτροβελονισμό, ειδικά διαμορφωμένο ρεύμα διοχετεύεται από έναν ηλεκτρικό διεγέρτη στα σημεία βελονισμού, μέσω των βελονών.
Για την αναλγησία με βελονισμό, είναι ουσιώδες το αίσθημα ‘‘De-Qi’’ που προκαλείται κατά την δίοδο της βελόνας (μούδιασμα, βάρος, διάταση και άλγος) στους κάτω από την βελόνα ιστούς. Τα ερεθίσματα από αυτή την δίοδο της βελόνας μεταφέρονται, μέσω του Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος, στα ειδικά όργανα, σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου και σε άλλους ιστούς, προκαλώντας έτσι αύξηση των ενδογενών οπιοειδών (ενδορφινών). Η αύξηση των ενδογενών οπιοειδών (ενδορφινών) είναι επαρκής αιτία για να εξηγηθεί η ανακούφιση που προκαλεί ο βελονισμός από τον πόνο, την κατάθλιψη και τις αλλεργίες, όχι όμως όταν πρόκειται για παρέσεις ή νευροαισθητικές δυσλειτουργίες.
Πηγή: ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΣ, η αρχαιότερη σύγχρονη μέθοδος θεραπείας, Δημήτριος Βασιλάκος, Εκδόσεις Ροτόντα, Θεσσαλονίκη, 2015